σκαρφαλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκαρφαλώνω < σκαλώνω + καρφώνω, παθητική φωνή σκαρφαλώνομαι, μετοχή παθητικού παρακειμένου σκαρφαλωμένος.

Ρήμα[επεξεργασία]

σκαρφαλώνω

  • ανεβαίνω σε μια επιφάνεια με μεγάλη κλίση (πχ σκάλα, πλαγιά βουνού, βράχο κλπ) χρησιμοποιώντας και τα χέρια μου για να πιαστώ

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]