αναρριχώμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀναρριχῶμαι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναρριχώμαι < αρχαία ελληνική ἀναρριχάομαι / ἀναρριχῶμαι

Ρήμα[επεξεργασία]

αναρριχώμαι (αποθετικό)

  1. (κυριολεκτικά) σκαρφαλώνω
  2. (μεταφορικά) αποκτώ ένα αξίωμα με μη θεμιτό τρόπο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • αναρριχητικό / αναρριχώμενο φυτό: φυτό που αναπτύσσεται στηριζόμενο ή περιστρεφόμενο γύρω από διάφορα στηρίγματα
    ο κισσός είναι αναρριχώμενο φυτό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]