σκηνογραφέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκηνογραφέω < σκηνογράφ(ος) + -έω
Ρήμα[επεξεργασία]
σκηνογραφέω
- (ελληνιστική κοινή)
- δείχνω / παρουσιάζω κάτι όπως γίνεται στο θέατρο
- ζωγραφίζω όπως στο θέατρο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- σκηνογραφέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.