σκόρερ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκόρερ < αγγλική scorer < score

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκόρερ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη σκορ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]