σολάριουμ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σολάριουμ < αγγλική solarium < λατινική solarium «λιακωτό»[1] < sol + -arium < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sóh₂wl̥ (ήλιος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σολάριουμ ουδέτερο άκλιτο
- ειδική κατασκευή ή συσκευή που συμβάλλει στο μαύρισμα της επιδερμίδας κάποιου με την έκθεσή του σε (συνήθως τεχνητό) φως
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ήλιος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- σολάριουμ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σολάριουμ
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- σολάριουμ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)