σούπερ μάρκετ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σούπερ μάρκετ < (λόγιο δάνειο) αγγλική supermarket
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σούπερ μάρκετ ουδέτερο, άκλιτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σούπερ μάρκετ
|