σπάω τα νεύρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈspao ta‿ˈnevɾa/
Έκφραση[επεξεργασία]
σπάω τα νεύρα
- δημιουργώ εκνευρισμό, εξοργίζω κάποιον
- ↪ Έβαλε τέρμα τη μουσική, για να σπάσει τα νεύρα του γείτονα.
- εξοργίζομαι, εκνευρίζομαι
- ↪ Εγώ σπάω τα νεύρα μου, γιατί είμαι άνεργος και αυτοί σφυρίζουν αδιάφορα.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- μου τη δίνει στα νεύρα
- (του) τη σπάω
- σπάω τ' αρχίδια κάποιου/σε κάποιον
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπάω τα νεύρα
|
Πηγές[επεξεργασία]
- σπάω τα νεύρα - Ιδιωματικές εκφράσεις στο ΙΔΙΟΝ, Ινστιτούτο Επεξεργασίας του Λόγου.
- νεύρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας