σπαστρεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπαστρεύω < *σπαρτ(εύω) (καθαρίζω με σκούπα από σπάρτο) με επανάληψη του [s] της πρώτης συλλαβής[1] και αντιμετάθεση των ⟨-ρτ-⟩ > ⟨-τρ-⟩ < αρχαία ελληνική σπάρτον[2] + -εύω. Δε σχετίζεται με τη ρίζα της λέξης σπαρτός, σπείρω [3]

Ρήμα[επεξεργασία]

σπαστρεύω

Παράγωγα[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. παστρεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «παστρεύω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. «σπάρτο», «σπαρτός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]