σπινθηριστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπινθηριστής < σπινθήρας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπινθηριστής αρσενικό
- (μηχανολογία): ηλεκτρικό ακιδοφόρο εξάρτημα που προκαλεί σπινθήρα για την ανάφλεξη του καυσίμου μείγματος σε έναν κινητήρα εσωτερικής καύσης
- σπινθηριστής κενού - συσκευή για την ανίχνευση της ραδιενέργειας
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπινθηριστής