σπόνσορ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπόνσορ < (άμεσο δάνειο) αγγλική sponsor • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σπόνσορ αρσενικό άκλιτο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]