στοιχειοσειρά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στοιχειοσειρά < στοιχείο + σειρά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στοιχειοσειρά, θηλυκό