στραγγαλίσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

στραγγαλίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος στραγγαλίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στραγγαλίζω
  3. θα στραγγαλίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στραγγαλίζω