στρατιῶτις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στρατιῶτις < θηλυκό του στρατιώτης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στρατιῶτις θηλυκό

  1. (ως επίθετο θηλυκού γένους) στρατιωτική
  2. πλοίο με στρατιώτες ("στρατιῶτις ναῦς")

Αναφορές[επεξεργασία]

  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883, σελίδα 1437