στρεσάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στρεσάρω < στρες + -άρω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική stresser)
Ρήμα
[επεξεργασία]στρεσάρω (παθητική φωνή: στρεσάρομαι)
- (προφορικό, κυριολεκτικά) πιέζω, δημιουργώ καταπόνηση
- (προφορικό, μεταφορικά) δημιουργώ στρες σε κάποιον, τον αγχώνω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- στρεσάρισμα
- στρεσαρισμένος
- → δείτε τη λέξη στρες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Λέξεις με επίθημα -άρω (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)