στρογγυλοκάθομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στρογγυλοκάθομαι < κάθομαι και στρογγυλά (ίσως από την συνήθεια επί Τουρκοκρατίας να κάθονται όλοι κάτω, σε κύκλο, γύρω από το φαγητό που σερβιριζόταν στο κέντρο)
Ρήμα[επεξεργασία]
στρογγυλοκάθομαι
- βολεύομαι άνετα και κάθομαι επί πολλή ώρα σε ένα χώρο στον οποίο οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι (συνήθως οι οικοδεσπότες) δεν χαίρονται εξίσου την παρατεταμένη συντροφιά μου