συγγενής ανωμαλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συγγενής ανωμαλία < → λείπει η ετυμολογία
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
συγγενής ανωμαλία θηλυκό
- (ιατρική) ανωμαλία που υπάρχει εκ γενετής
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συγγενής ανωμαλία