συλλειτουργώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συλλειτουργώ < ελληνιστική κοινή συλλειτουργέω[1] [2] [3] / συλλειτουργῶ < συλλειτουργός < αρχαία ελληνική σύν + λειτουργός

συλλειτουργώ

  1. (θρησκεία) είμαι συλλειτουργός
  2. (κατ’ επέκταση, λόγιο) είμαι συλλειτουργός
  3. (κατ’ επέκταση) λειτουργώ μαζί ή συνεργατικά με κάποιον ή κάτι άλλο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. συλλειτουργέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. συλλειτουργώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. συλλειτουργώΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)