συλλειτουργώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συλλειτουργώ < ελληνιστική κοινή συλλειτουργέω[1] [2] [3] / συλλειτουργῶ < συλλειτουργός < αρχαία ελληνική σύν + λειτουργός
Ρήμα
[επεξεργασία]συλλειτουργώ
- (θρησκεία) είμαι συλλειτουργός
- (κατ’ επέκταση, λόγιο) είμαι συλλειτουργός
- (κατ’ επέκταση) λειτουργώ μαζί ή συνεργατικά με κάποιον ή κάτι άλλο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις συλλειτουργός και λειτουργός
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συλλειτουργώ | συλλειτουργούσα | θα συλλειτουργώ | να συλλειτουργώ | συλλειτουργώντας | |
β' ενικ. | συλλειτουργείς | συλλειτουργούσες | θα συλλειτουργείς | να συλλειτουργείς | (συλλειτούργει) | |
γ' ενικ. | συλλειτουργεί | συλλειτουργούσε | θα συλλειτουργεί | να συλλειτουργεί | ||
α' πληθ. | συλλειτουργούμε | συλλειτουργούσαμε | θα συλλειτουργούμε | να συλλειτουργούμε | ||
β' πληθ. | συλλειτουργείτε | συλλειτουργούσατε | θα συλλειτουργείτε | να συλλειτουργείτε | συλλειτουργείτε | |
γ' πληθ. | συλλειτουργούν(ε) | συλλειτουργούσαν(ε) | θα συλλειτουργούν(ε) | να συλλειτουργούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συλλειτούργησα | θα συλλειτουργήσω | να συλλειτουργήσω | συλλειτουργήσει | ||
β' ενικ. | συλλειτούργησες | θα συλλειτουργήσεις | να συλλειτουργήσεις | συλλειτούργησε | ||
γ' ενικ. | συλλειτούργησε | θα συλλειτουργήσει | να συλλειτουργήσει | |||
α' πληθ. | συλλειτουργήσαμε | θα συλλειτουργήσουμε | να συλλειτουργήσουμε | |||
β' πληθ. | συλλειτουργήσατε | θα συλλειτουργήσετε | να συλλειτουργήσετε | συλλειτουργήστε | ||
γ' πληθ. | συλλειτούργησαν συλλειτουργήσαν(ε) |
θα συλλειτουργήσουν(ε) | να συλλειτουργήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συλλειτουργήσει | είχα συλλειτουργήσει | θα έχω συλλειτουργήσει | να έχω συλλειτουργήσει | ||
β' ενικ. | έχεις συλλειτουργήσει | είχες συλλειτουργήσει | θα έχεις συλλειτουργήσει | να έχεις συλλειτουργήσει | ||
γ' ενικ. | έχει συλλειτουργήσει | είχε συλλειτουργήσει | θα έχει συλλειτουργήσει | να έχει συλλειτουργήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συλλειτουργήσει | είχαμε συλλειτουργήσει | θα έχουμε συλλειτουργήσει | να έχουμε συλλειτουργήσει | ||
β' πληθ. | έχετε συλλειτουργήσει | είχατε συλλειτουργήσει | θα έχετε συλλειτουργήσει | να έχετε συλλειτουργήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συλλειτουργήσει | είχαν συλλειτουργήσει | θα έχουν συλλειτουργήσει | να έχουν συλλειτουργήσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συλλειτουργώ
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ συλλειτουργέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ συλλειτουργώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ συλλειτουργώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «θεωρώ»
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)