συμπορεύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συμπορεύομαι < αρχαία ελληνική συμπορεύομαι < πορεύω < πόρος
Ρήμα
[επεξεργασία]συμπορεύομαι
- (κυριολεκτικά, σπάνιο) πορεύομαι μαζί με κάποιον άλλο
- (μεταφορικά) πορεύομαι μαζί με κάποιον άλλο και συνεργάζομαι μαζί του
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ασυμπόρευτος
- συμπόρευση
- → δείτε τις λέξεις συν, πορεύω και πόρος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συμπορεύομαι