συνεκτιμώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνεκτιμώ < συν- + εκτιμώ

Ρήμα[επεξεργασία]

συνεκτιμώ (παθητική φωνή: συνεκτιμώμαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]