συνεκτιμώντας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μετοχή

[επεξεργασία]

συνεκτιμώντας άκλιτο

  • μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος συνεκτιμώ
    Όρισαν την τιμή του τετραγωνικού συνεκτιμώντας την παλαιότητα του ακινήτου, τον όροφο του διαμερίσματος, την περιοχή, αλλά και τις τιμές της αγοράς.