συνεκτιμώντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]συνεκτιμώντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος συνεκτιμώ
- ↪ Όρισαν την τιμή του τετραγωνικού συνεκτιμώντας την παλαιότητα του ακινήτου, τον όροφο του διαμερίσματος, την περιοχή, αλλά και τις τιμές της αγοράς.