συνοικέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
συνοικέω
- κατοικώ ή ζω μαζί, συγκατοικώ
- σχηματίζω κοινότητα
- παντρεύομαι
- τούτων συνοικησάντων γίνεται Κλεισθένης (και από το γάμο τους γεννήθηκε ο Κλεισθένης)
- το να συνυπάρχει ο άνθρωπος με κάτι ή να συνυπάρχουν δύο αφηρημένες έννοιες μαζί
- βαρυτάτη συνοικῆσαι ἡ ἄνομος μοναρχία
- γῆρας ἵνα πρόπαντα κακὰ κακῶν ξυνοικεῖ
- στην αστρολογία, το να βρίσκονται δύο ουράνια σώματα πολύ κοντά ή στον ίδιο οίκο
- αποικίζω μαζί με άλλον
- Τροιζηνίοις Ἀχαιοὶ συνῴκησαν Σύβαριν
- παθητικό: για χώρο με συνωστισμό, πυκνοκατοιμένο
- τοῦτο δὴ πᾶν συνῳκεῖτο μὲν ὑπὸ πολλῶν καὶ πυκνῶν οἰκήσεων, ὁ δὲ ἀνάπλους καὶ ὁ μέγιστος λιμὴν ἔγεμεν πλοίων καὶ ἐμπόρων ἀφικνουμένων πάντοθεν, φωνὴν καὶ θόρυβον παντοδαπὸν κτύπον τε μεθ᾽ ἡμέραν καὶ διὰ νυκτὸς ὑπὸ πλήθους παρεχομένων
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ίσως θέλετε να δείτε και το λήμμα συνοικίζω