συνοικία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνοικία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνοικία (κοινότητα, συγκρότημα κατοικιών), ελληνιστική σημασία: χωριό[1][2] Μορφολογικά αναλύεται σε συν- + οικία.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /si.niˈci.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νοι‐κί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνοικία θηλυκό
- τμήμα ενός οικισμού (πόλης, κωμόπολης κ.λπ.) με συγκεκριμένα όρια και χαρακτηριστικά
- ※ Έχω ένα δωμάτιο στον Ταύρο. Τη συνοικία κάτω κάτω στην οδό Πειραιώς.
- ⌘ Γιάννης Ξανθούλης Ο Σόουμαν δεν θα 'ρθει απόψε (1985) [μυθιστόρημα]
- ※ Έχω ένα δωμάτιο στον Ταύρο. Τη συνοικία κάτω κάτω στην οδό Πειραιώς.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις σύνοικος, συν και οικία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνοικία
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ συνοικία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ συνοικία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | συνοικίᾱ | αἱ | συνοικίαι |
γενική | τῆς | συνοικίᾱς | τῶν | συνοικιῶν |
δοτική | τῇ | συνοικίᾳ | ταῖς | συνοικίαις |
αιτιατική | τὴν | συνοικίᾱν | τὰς | συνοικίᾱς |
κλητική ὦ! | συνοικίᾱ | συνοικίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συνοικίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συνοικίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνοικία < σύνοικ(ος) + -ία. Μορφολογικά αναλύεται σε συν- + οἰκία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνοικία θηλυκό
- κοινότητα ανθρώπων
- συγκατοίκηση σε οικία με πολλά διαμερίσματα όπου ζούσαν πολλές οικογένειες (για κατοίκηση από μία οικογένεια → δείτε τη λέξη οἰκία
- παρακείμενο οίκημα, παράσπιτο, εξοχική κατοικία
- (ελληνιστική σημασία) χωριό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- συνοικισμός (κυρίως ο γάμος)
- συνοικιστήρ
→ και δείτε τις λέξεις σύνοικος, σύν και οἰκία
Πηγές[επεξεργασία]
- συνοικία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συνοικία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συν- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συν- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)