συντακτική βουλή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συντακτική βουλή → δείτε τις λέξεις συντακτικός και βουλή
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
συντακτική βουλή θηλυκό
- (πολιτική) βουλή που έχει σαν σκοπό την εκπόνηση ενός συντάγματος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συντακτική βουλή