συσπώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συσπώ < αρχαία ελληνική συσπάω / συσπῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
συσπώ (παθητική φωνή: συσπώμαι)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συσπώ
|