σως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σως < απροσάρμοστο ορθογραφικό δάνειο από τη γαλλική sauce

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σως θηλυκό, άκλιτο