σύμπονα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
σύμπονα
- (σπάνιο) με σύμπονο τρόπο, συμπονώντας
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σύμπονα
|