ταγέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταγέω ή ταγεύω < ταγός < τάσσω

Ρήμα[επεξεργασία]

ταγέω - ταγῶ (συνηρημένο)

  1. είμαι ταγός, κυβερνώ, διοικώ
  2. ταγεύω τινός = διοικώ, άρχω, κυβερνώ κάποιον

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • το ρήμα ταγέω δεν απαντάται σ΄ όλους τους χρόνους, συναντάται στον Ξενοφάνη (Ελληνικά 6, 11, 12)