ταπεινώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταπεινώνομαι < ταπεινώνω
Ρήμα[επεξεργασία]
ταπεινώνομαι
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ταπεινός
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ταπεινώνομαι | ταπεινωνόμουν(α) | θα ταπεινώνομαι | να ταπεινώνομαι | ||
β' ενικ. | ταπεινώνεσαι | ταπεινωνόσουν(α) | θα ταπεινώνεσαι | να ταπεινώνεσαι | (ταπεινώνου) | |
γ' ενικ. | ταπεινώνεται | ταπεινωνόταν(ε) | θα ταπεινώνεται | να ταπεινώνεται | ||
α' πληθ. | ταπεινωνόμαστε | ταπεινωνόμαστε ταπεινωνόμασταν |
θα ταπεινωνόμαστε | να ταπεινωνόμαστε | ||
β' πληθ. | ταπεινώνεστε | ταπεινωνόσαστε ταπεινωνόσασταν |
θα ταπεινώνεστε | να ταπεινώνεστε | (ταπεινώνεστε) | |
γ' πληθ. | ταπεινώνονται | ταπεινώνονταν ταπεινωνόντουσαν |
θα ταπεινώνονται | να ταπεινώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ταπεινώθηκα | θα ταπεινωθώ | να ταπεινωθώ | ταπεινωθεί | ||
β' ενικ. | ταπεινώθηκες | θα ταπεινωθείς | να ταπεινωθείς | ταπεινώσου | ||
γ' ενικ. | ταπεινώθηκε | θα ταπεινωθεί | να ταπεινωθεί | |||
α' πληθ. | ταπεινωθήκαμε | θα ταπεινωθούμε | να ταπεινωθούμε | |||
β' πληθ. | ταπεινωθήκατε | θα ταπεινωθείτε | να ταπεινωθείτε | ταπεινωθείτε | ||
γ' πληθ. | ταπεινώθηκαν ταπεινωθήκαν(ε) |
θα ταπεινωθούν(ε) | να ταπεινωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ταπεινωθεί | είχα ταπεινωθεί | θα έχω ταπεινωθεί | να έχω ταπεινωθεί | ταπεινωμένος | |
β' ενικ. | έχεις ταπεινωθεί | είχες ταπεινωθεί | θα έχεις ταπεινωθεί | να έχεις ταπεινωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ταπεινωθεί | είχε ταπεινωθεί | θα έχει ταπεινωθεί | να έχει ταπεινωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ταπεινωθεί | είχαμε ταπεινωθεί | θα έχουμε ταπεινωθεί | να έχουμε ταπεινωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ταπεινωθεί | είχατε ταπεινωθεί | θα έχετε ταπεινωθεί | να έχετε ταπεινωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ταπεινωθεί | είχαν ταπεινωθεί | θα έχουν ταπεινωθεί | να έχουν ταπεινωθεί |