ταπεινωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταπεινωμένος η ταπεινωμένη το ταπεινωμένο
      γενική του ταπεινωμένου της ταπεινωμένης του ταπεινωμένου
    αιτιατική τον ταπεινωμένο την ταπεινωμένη το ταπεινωμένο
     κλητική ταπεινωμένε ταπεινωμένη ταπεινωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταπεινωμένοι οι ταπεινωμένες τα ταπεινωμένα
      γενική των ταπεινωμένων των ταπεινωμένων των ταπεινωμένων
    αιτιατική τους ταπεινωμένους τις ταπεινωμένες τα ταπεινωμένα
     κλητική ταπεινωμένοι ταπεινωμένες ταπεινωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

ταπεινωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]