Παράρτημα:Επίθετα και μετοχές (νέα ελληνικά)

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Παράρτημα:Γραμματική » Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές -&- σημειώσεις
#Αναλυτικά Περιεχόμενα
για τους συντάκτες: όλα τα Πρότυπα κλίσης επιθέτων
    και Module:el-adj-decl


Δείτε και
το Παράρτημα:Επίθετα και μετοχές (αρχαία ελληνικά)
Επίσης, Παράρτημα:Ουσιαστικά

Κλίση επιθέτων και μετοχών (νέα ελληνικά)

1. Πίνακας καταλήξεων
2. Κλιτικά παραδείγματα:
3. Αναλυτικά: σημειώσεις
3.1. Επίθετα: είδη, Παραθετικά   
3.2. Μετοχές: άκλιτες, κλιτές
4. Πηγές
5. Αναλυτικός πίνακας περιεχομένων

κορυφή σελίδας - top of page

Νεοελληνικά επίθετα και μετοχές.

#Πηγές
Επιπλέον παρατηρήσεις υπάρχουν μέσα στους κλιτικούς πίνακες συγκεκριμένων λημμάτων.

Πίνακας καταλήξεων[επεξεργασία]

Μπορούμε να αλλάξουμε την αλφαβητική κατάταξη των στηλών πατώντας τα βελάκια.

  • 1η στήλη: οι καταλήξεις
  • 2η στήλη: πού τονίζεται το αρσενικό: σ1=στη λήγουσα, σ2=στην παραλήγουσα σ3=στην προπαραλήγουσα
  • 3η στήλη: σταθ: σταθερός τόνος σε όλες τις πτώσεις
  • 4η στήλη: + σημαίνει ανισοσύλλαβο: σε κάποιες πτώσεις οι συλλαβές είναι περισσότερες. Επίσης, σχόλιο για χαρακτηριστικό της κλίσης (όπως η γενική ενικού)
  • 5η στήλη: Ε Επίθετα. Μ Μετοχές.
  • 6η στήλη: Ο ευρύτερες Ομάδες κατηγοριών με κοινά χαρακτηριστικά.
  • Σύνδεσμος προς το κλιτικό παράδειγμα.
  • η Κατηγορία κλίσης του, και πόσα μέλη έχει αυτή τη στιγμή στο Βικιλεξικό,
    !!Σημείωση: Ο αριθμός λημμάτων σε κάθε Κατηγορία είναι ενδεικτικός. Οι επεξεργασίες είναι πάντα σε εξέλιξη.
  • Ομάδες
καταλήξεις α...ω . τόνος . . σύνδεσμοι προς παραδείγματα Kατηγορία Ομάδα μέλη #
-αντας-ασα-αν σ3 γπ- +ουδ Μ #λήξαντας Κατ:λήξαντας Ο:λήξας αντας_ααα2
-ας από -ονας         δείτε -ονας'       α0
-ας-ασα-αν σ2 γπ- + Μ #λήξας Κατ:λήξας Ο:λήξας ααα2
-ας-ασα-αν σ2 γπ- + Μ #κλέψας χωρίς -αντας Κατ:κλέψας Ο:λήξας ααα2-
-άς-ού-άδικο σ1 σταθ + Ε #χορευταράς χωρίς -ούδικο Κατ:χορευταράς Ο:-άς αυδ1
-άς-ού-άδικο/ούδικο σ1 σταθ + Ε #γλωσσάς Κατ:γλωσσάς Ο:-άς αυδ1δ
-είς-είσα-έν σ1 των_εισών του_έντος Μ #πληγείς Κατ:πληγείς Ο:πληγείς 59  εεε1
-είς-είσα-έν σ1 των_εισών του_έντος Μ #παρευρεθείς χωρίς -έντας Κατ:παρευρεθείς Ο:πληγείς 20  εεε1
-έντας-είσα-έν σ2 των_εισών του_έντος Μ #πληγέντας Κατ:πληγέντας Ο:πληγείς εντας_εεε1
-ης-α-ι/ικο σ2 σταθ + Ε #μικρούλης Κατ:μικρούλης   ηαικ2
-ης-α-ικο σ2 σταθ + Ε #ζηλιάρης Κατ:ζηλιάρης   224  ηακ2
-ης-α/ού/ούσα-ικο σ2 σταθ + Ε #ξανθομάλλης (με ή χωρίς -ού, ή -ούσα) Κατ:ξανθομάλλης Ο:ξανθομάλλης 20  ηακ2υυ
-ής-ής-ές σ1 σταθ   Ε #συνεχής Κατ:συνεχής   928  ηηε1
-ης-ης-ες σ2 γπ-   Ε #μανιώδης των μανιωδών Κατ:μανιώδης   293  ηηε2ων1
-ης-ης-ες σ2 σταθ   Ε #πλήρης των πλήρων Κατ:πλήρης   ηηε2
-ης-ης-ες σ2 το_'ες   Ε #συνήθης Κατ:συνήθης   25  ηηε3
-ής-ιά-ί σ1 σταθ του_ή/ιού Ε #σταχτής Κατ:σταχτής   35  ηαι1
-ής-ού-ίδικο σ2 σταθ + Ε #πλακατζής, μερακλής Κατ:πλακατζής   ηυδ
-ις-ις-ι σ3 -γε-γπ + Ε #εύελπις Κατ:εύελπις   ιιι
-ονας-ονη-ονο σ3 σταθ   Ε #ατέρμονας Κατ:ατέρμονας Ο:-ων-ονας ονας_αηο2
-ονας-ων-ον σ2 σταθ   Ε #μείζονας Κατ:μείζονας Ο:-ων-ονας ονας_ωωο2
-ονας-ων-ον σ2 το '...-ον   Ε #ελάσσονας Κατ:ελάσσονας Ο:-ων-ονας ονας_ωωο2
-ονας-ων-ον σ2 σταθ   Ε #μετριόφρονας Κατ:μετριόφρονας Ο:-ων-ονας 20  ονας_ωωο2
-όντας-ούσα-όν σ2 σταθ.των_ουσών +του_όντος Μ #παρόντας Κατ:παρόντας Ο:παρών οντας_ωυο1
-οντας-ουσα-ον σ3 σταθ του_οντος Μ #τρέχοντας λήγοντας Κατ:τρέχοντας Ο:τρέχων 11  οντας_ωυο2
-ος-α-ικο σ2 σταθ + Ε #γουστόζος Κατ:γουστόζος  
-ος-α-ο/ικο σ2 σταθ + Ε #καπριτσιόζος Κατ:καπριτσιόζος   οακ2
-ός-ά-ό σ1 σταθ   Ε #παλιός Κατ:παλιός   21  οαο1
οαο2 -ος-α-ο σ2 σταθ   Ε #ωραίος Κατ:ωραίος   740 
-ος-α-ο σ3 σταθ   Ε #θαυμάσιος Κατ:θαυμάσιος   664  οαο2
-ος-α-ο σ3 γε-...   Ε #ευκλείδειος Κατ:ευκλείδειος   34  οαο2ου
-ος-α-ο σ3 του_'ου   Ε #παγκόσμιος Κατ:παγκόσμιος   οαο2α
-ος-α/'α-ο σ3 του_'ου η_'α   Ε #πλάγιος Κατ:πλάγιος   οαο2α
-ός-ά/ός-ό σ1 σταθ   Ε ? ? Ο:οοο&α ? οοοα1
οοοα2 -ος-α/ος-ο σ2 σταθ   Ε #κερδοφόρος πρωτοπόρος κεραυνοβόλος Κατ:κερδοφόρος Ο:οοο&α 24 
-ός-ή-ό σ1 σταθ   Ε #καλός Κατ:καλός   7.754  οηο1
-ος-η-ο σ2 σταθ   Ε #ξένος Κατ:ξένος   152  οηο2
σ2 σταθ   Μ #αγαπημένος Κατ:αγαπημένος   4.717  οηο2
'-ος-η-ο σ3 σταθ   Ε #όμορφος Κατ:όμορφος   7.326  οηο3
σ3 σταθ   Μ #εισαγόμενος Κατ:εισαγόμενος Ο:-μενος 513  οηο3
-ος-η-ο σ3 γε-...   Ε #μέγιστος Κατ:μέγιστος   12 

οηο

-ος-η-ο σ3 γε-...   Ε #περιλαμβανόμενος Κατ:περιλαμβανόμενος Ο:-μενος οηο
-ός-ή/ά-ό σ1 σταθ   Ε #ξηρός Κατ:ξηρός   14  οηο1α
-ος-η/α-ο σ2 σταθ   Ε #λάγνος Κατ:λάγνος   οηο2α
-ος-η/α-ο σ3 σταθ   Ε #δίκαιος Κατ:δίκαιος   οηο3α
-ός-ή/ιά-ό σ1 σταθ   Ε #θηλυκός Κατ:θηλυκός   20  οηο1ια
-ος-η/ια-ο σ3 σταθ   Ε #ζόρικος Κατ:ζόρικος   14  οηο2ια
-ός-ή/ός-ό σ1 σταθ   Ε #ραδιενεργός Κατ:ραδιενεργός Ο:οοο&η οοοη1
-ος-η/ος-ο σ3 σταθ   Ε #φυγόκεντρος Κατ:φυγόκεντρος Ο:οοο&η 10  οοοη3
-ος-η/ος-ο σ3 σταθ   Ε #διάδικος Κατ:διάδικος Ο:οοο&η οοοη3
-ός-ιά-ό σ1 σταθ   Ε #γλυκός Κατ:γλυκός   οαο1ια
-ός-ός-ό σ1 σταθ χωρίς-ά Ε #ειδοποιός Κατ:ειδοποιός Ο:οοο όχι-α οοοα1
-ός-ός-ό σ1 σταθ χωρίς-ή Ε #εξαγωγός Κατ:εξαγωγός Ο:οοο όχι-η 32  οοοη1
-ος-ος-ο σ2 σταθ χωρίς-α Ε #εμβολοφόρος Κατ:εμβολοφόρος Ο:οοο όχι-α 54  οοοα2
-ος-ος-ο σ2 σταθ χωρίς-η Ε #χοληδόχος Κατ:χοληδόχος Ο:οοο όχι-η 22  οοοη2
-ός-ός/ά-ό σ1 σταθ   Ε #φθοροποιός Κατ:φθοροποιός Ο:οοο&α οοοα1
-ος-ος/α-ο σ2 σταθ   Ε #ζημιογόνος Κατ:ζημιογόνος Ο:οοο&α 171  οοοα2
-ός-ός/ή-ό σ1 σταθ   Ε #ενεργός Κατ:ενεργός Ο:οοο&η 12  οοοη1
-ος-ος/η-ο σ3 σταθ.γε-...   Ε #άπτερος ανήκεστος Κατ:άπτερος Ο:οοο&η 43  οοοη3
-ούντας-ούσα-ούν σ3 των_ουσών του_ούντος Μ #μειοψηφούντας Κατ:μειοψηφούντας Ο:μειοψηφών ουντας_ωυυ2
-ους-ους-ουν σ2 σταθ + Ε #βραδύνους Κατ:βραδύνους   32  ουουου2
-ύς-εία-ύ σ1 ? + Ε #ευθύς Κατ:ευθύς   10  υευ1
-ύς-ιά-ύ σ1 σταθ   Ε #αψύς Κατ:αψύς   υαυ1
-ύς-ιά-ύ σ1 σταθ   Ε #γλυκύς Κατ:γλυκύς   υαυ1
-ύς-ιά/εία-ύ σ1 σταθ + Ε #βαθύς Κατ:βαθύς   υαυ1ε
-ών-ούσα-όν σ1 σταθ.των_ουσών + Μ #παρών Κατ:παρών Ο:παρών 13  ωυο1
-ών-ούσα-όν σ1 σταθ.των_ουσών + Μ #επιών χωρίς -όντας Κατ:επιών Ο:παρών ωυο1-
-ων-ουσα-ον σ2 σταθ του_οντος Μ #τρέχων δευτερεύων λήγων Κατ:τρέχων Ο:τρέχων 56  ωυο2
-ων-ουσα-ον σ2 σταθ του_οντος Μ #εικάζων χωρίς -οντας Κατ:εικάζων Ο:τρέχων ωυο2
-ών-ούσα-ούν σ1 των_ουσών του_ούντος Μ #μειοψηφών Κατ:μειοψηφών Ο:μειοψηφών ωυυ1
-ών-ούσα-ούν σ1 των_ουσών του_ούντος Μ #αντενεργών χωρίς -ούντας Κατ:αντενεργών Ο:μειοψηφών 17  ωυυ1
-ων-ων-ον σ2 σταθ του_ονος Ε #μείζων Κατ:μείζων Ο:-ων-ονας ωωο2
-ών-ώσα-ών σ1 των_ωσών του_ώντος Μ #κυβερνών Κατ:κυβερνών Ο:κυβερνών ωωω1
-ων-ων-ον σ2 ουδ- του_ονος Ε #ελάσσων, έλασσον Κατ:ελάσσων Ο:-ων-ονας ωωο2
-ων-ων-ον σ2 ουδ- του_ονος Ε #ατέρμων, άτερμον Κατ:ατέρμων Ο:-ων-ονας ωωο2
-ων-ων-ον σ2 σταθ του_ονος Ε #μετριόφρων Κατ:μετριόφρων Ο:-ων-ονας 45  ωωο2
-ώντας-ώσα-ών σ1 των_ουσών του_ώντος Μ #κυβερνώντας Κατ:κυβερνώντας Ο:κυβερνών ωωω1ντας

κορυφή σελίδας - top of page

Πίνακες[επεξεργασία]

α[επεξεργασία]

γλωσσάς χορευταράς[επεξεργασία]

Ομάδα:-άς • 9 λέξεις αυτή τη στιγμή. 

-άς, -ού, -άδικο ή και -ούδικο
  • σταθερός τόνος
  • ανισοσύλλαβα
Κατηγορία:γλωσσάς • 6 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
Κατηγορία:χορευταράς (χωρίς -ούδικο) • 3 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γλωσσάς η γλωσσού το γλωσσάδικο
γλωσσούδικο
      γενική του γλωσσά της γλωσσούς του γλωσσάδικου
γλωσσούδικου
    αιτιατική τον γλωσσά τη γλωσσού το γλωσσάδικο
γλωσσούδικο
     κλητική γλωσσά γλωσσού γλωσσάδικο
γλωσσούδικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γλωσσάδες οι γλωσσούδες τα γλωσσάδικα
γλωσσούδικα
      γενική των γλωσσάδων των γλωσσούδων των γλωσσάδικων
γλωσσούδικων
    αιτιατική τους γλωσσάδες τις γλωσσούδες τα γλωσσάδικα
γλωσσούδικα
     κλητική γλωσσάδες γλωσσούδες γλωσσάδικα
γλωσσούδικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Επίθετα -άς, -ού, -άδικο ή και -ούδικο με σταθερό τόνο σε όλες τις πτώσες, ανισοσύλλαβα

Μερικές φορές το ουδέτερο σε -ούδικο δεν υπάρχει.

  • Στα λεξικά, δίνονται συχνά ως ουσιαστικά (αρσενικό, θηλυκό) ή ως τριγενή επίθετα.
  • Στο Βικιλεξικό, δίνονται ως επίθετα αν η εκφορά του ουδέτερου είναι δυνατή, με σημείωση ότι λειτουργούν και ως ουσιαστικά το αρσενικό και το θηλυκό.

 

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χορευταράς η χορευταρού το χορευταράδικο
      γενική του χορευταρά της χορευταρούς του χορευταράδικου
    αιτιατική τον χορευταρά τη χορευταρού το χορευταράδικο
     κλητική χορευταρά χορευταρού χορευταράδικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χορευταράδες οι χορευταρούδες τα χορευταράδικα
      γενική των χορευταράδων των χορευταρούδων των χορευταράδικων
    αιτιατική τους χορευταράδες τις χορευταρούδες τα χορευταράδικα
     κλητική χορευταράδες χορευταρούδες χορευταράδικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
κορυφή σελίδας - top of page

λήξας λήξαντας κλέψας[επεξεργασία]

για τους συντάκτες: {{el-κλίση-'λήξας'}}
※ αρχαία ελληνικά
#όπως «λύσας»

Ομάδα μετοχών:λήξας-λήξαντας-κλέψας • 24 λέξεις αυτή τη στιγμή. 

-ας, -ασα, -αν {Μετοχές ενεργητικού αορίστου σε -ας, γενική: -αντος από τα αρχαία ελληνικά}
-αντας, -ασα, -αν και με νεότερο τύπο αρσενικού
Μετοχές:λήξας • 8 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
Μετοχές:λήξαντας (νεότερο αρσενικό) • 7 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
Συνολικά, και οι δύο Κατηγορίες, 15 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
Αρχαιοπρεπείς, που δε συνηθίζουν νεότερη κατάληξη στο αρσενικό
Μετοχές:κλέψας • 9 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λήξας
λήξαντας
η λήξασα το λήξαν
      γενική του λήξαντος
λήξαντα
της λήξασας
ληξάσης*
του λήξαντος
    αιτιατική τον λήξαντα τη λήξασα το λήξαν
     κλητική λήξας
λήξαντα
λήξασα λήξαν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λήξαντες οι λήξασες τα λήξαντα
      γενική των ληξάντων των ληξασών των ληξάντων
    αιτιατική τους λήξαντες τις λήξασες τα λήξαντα
     κλητική λήξαντες λήξασες λήξαντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ας, -ασα, -αν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κλέψας η κλέψασα το κλέψαν
      γενική του κλέψαντος της κλέψασας
κλεψάσης*
του κλέψαντος
    αιτιατική τον κλέψαντα την κλέψασα το κλέψαν
     κλητική κλέψας κλέψασα κλέψαν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κλέψαντες οι κλέψασες τα κλέψαντα
      γενική των κλεψάντων των κλεψασών των κλεψάντων
    αιτιατική τους κλέψαντες τις κλέψασες τα κλέψαντα
     κλητική κλέψαντες κλέψασες κλέψαντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ας, -ασα, -αν
* παλιότερος λόγιος τύπος
κορυφή σελίδας - top of page

ε[επεξεργασία]

Λέξεις όπως ο γλεντζές, η γλεντζού, κατατάσσονται στα ουσιαστικά.

ει[επεξεργασία]

πληγείς πληγέντας παρευρεθείς[επεξεργασία]

για τους συντάκτες: {{el-κλίση-'πληγείς'}}
※ αρχαία ελληνικά
#όπως «λυθείς»

Ομάδα μετοχών:πληγείς-πληγέντας-παρευρεθείς • 80 λέξεις αυτή τη στιγμή. 

-είς, -είσα, -έν {Μετοχές παθητικού αορίστου σε -είς, γενική: -έντος από τα αρχαία ελληνικά}
-έντας, -είσα, -έν και με νεότερο τύπο αρσενικού
Μετοχές:πληγείς • 59 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
Μετοχές:πληγέντας (νεότερο αρσενικό) • 1 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
Συνολικά, και οι δύο Κατηγορίες, 60 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
Αρχαιοπρεπείς, που δε συνηθίζουν νεότερη κατάληξη στο αρσενικό
Μετοχές:παρευρεθείς • 20 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πληγείς
πληγέντας
η πληγείσα το πληγέν
      γενική του πληγέντος
πληγέντα
της πληγείσας
πληγείσης*
του πληγέντος
    αιτιατική τον πληγέντα την πληγείσα το πληγέν
     κλητική πληγείς
πληγέντα
πληγείσα πληγέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πληγέντες οι πληγείσες τα πληγέντα
      γενική των πληγέντων των πληγεισών των πληγέντων
    αιτιατική τους πληγέντες τις πληγείσες τα πληγέντα
     κλητική πληγέντες πληγείσες πληγέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρευρεθείς η παρευρεθείσα το παρευρεθέν
      γενική του παρευρεθέντος της παρευρεθείσας
παρευρεθείσης*
του παρευρεθέντος
    αιτιατική τον παρευρεθέντα την παρευρεθείσα το παρευρεθέν
     κλητική παρευρεθείς παρευρεθείσα παρευρεθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρευρεθέντες οι παρευρεθείσες τα παρευρεθέντα
      γενική των παρευρεθέντων των παρευρεθεισών των παρευρεθέντων
    αιτιατική τους παρευρεθέντες τις παρευρεθείσες τα παρευρεθέντα
     κλητική παρευρεθέντες παρευρεθείσες παρευρεθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
* παλιότερος λόγιος τύπος
κορυφή σελίδας - top of page

η[επεξεργασία]

σταχτής[επεξεργασία]

για τους συντάκτες: {{el-κλίση-'σταχτής'}}
-ής, -ιά,
Κατηγορία:σταχτής • 35 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σταχτής η σταχτιά το σταχτί
      γενική του σταχτή
σταχτιού
της σταχτιάς του σταχτιού
(σταχτί)
    αιτιατική τον σταχτή τη σταχτιά το σταχτί
     κλητική σταχτή σταχτιά σταχτί
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σταχτιοί οι σταχτιές τα σταχτιά
      γενική των σταχτιών των σταχτιών των σταχτιών
    αιτιατική τους σταχτιούς τις σταχτιές τα σταχτιά
     κλητική σταχτιοί σταχτιές σταχτιά
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση.
  • σταθερός τόνος
  • ισοσύλλαβα

Για επίθετα που δηλώνουν χρώμα.

  • τα περισσότερα έχουν και άκλιτο τύπο σε
    οι πορτοκαλί φούστες

Δε δηλώνουν χρώμα:

Δεν έχουν δεύτερη γενική ενικού σε -ί για το ουδέτερο:

κορυφή σελίδας - top of page

πλακατζής[επεξεργασία]

για τους συντάκτες: {{el-κλίση-'πλακατζής'}}
-ής, -ού, -ίδικο
Κατηγορία:πλακατζής • 4 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλακατζής η πλακατζού το πλακατζίδικο
πλακατζήδικο
      γενική του πλακατζή της πλακατζούς του πλακατζίδικου
πλακατζήδικου
    αιτιατική τον πλακατζή την πλακατζού το πλακατζίδικο
πλακατζήδικο
     κλητική πλακατζή πλακατζού πλακατζίδικο
πλακατζήδικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλακατζήδες οι πλακατζούδες τα πλακατζίδικα
πλακατζήδικα
      γενική των πλακατζήδων των πλακατζούδων των πλακατζίδικων
πλακατζήδικων
    αιτιατική τους πλακατζήδες τις πλακατζούδες τα πλακατζίδικα
πλακατζήδικα
     κλητική πλακατζήδες πλακατζούδες πλακατζίδικα
πλακατζήδικα
Το ουδέτερο, από επίθετα σε -ίδικος, απλοποιημένη γραφή του -ήδικος.
Επίθετα -ής, -ού, -ίδικο (-ήδικο)
  • σταθερός τόνος
  • ανισοσύλλαβα τα αρσενικά


  • Ως επιθετικός προσδιορισμός για έμψυχα, για άντρα, γυναίκα ή παιδί
  • Λειτουργούν περισσότερο σαν κατηγορούμενα παρά σαν επίθετα. Στα λεξικά, κατατάσσονται συχνά στα ουσιαστικά (αρσενικό, θηλυκό).
  • Για το ουδέτερο, συναντάμε και τη γραφή -ήδικο χωρίς ορθογραφική απλοποίηση σε -ίδικο. Προέρχεται από επίθετα -ίδικος, -ίδικη, -ίδικο, απλοποιημένη γραφή του -ήδικος.
Πηγές
κορυφή σελίδας - top of page

ζηλιάρης μικρούλης[επεξεργασία]

για τους συντάκτες: {{el-κλίση-'ζηλιάρης'}} {{el-κλίση-'μικρούλης'}}
-ης, , -ικο
Κατηγορία:ζηλιάρης • 224 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
-ης, , -ι & -ικο
Κατηγορία:μικρούλης • 2 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζηλιάρης η ζηλιάρα το ζηλιάρικο
      γενική του ζηλιάρη της ζηλιάρας του ζηλιάρικου
    αιτιατική τον ζηλιάρη τη ζηλιάρα το ζηλιάρικο
     κλητική ζηλιάρη ζηλιάρα ζηλιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζηλιάρηδες οι ζηλιάρες τα ζηλιάρικα
      γενική των ζηλιάρηδων των ζηλιάρικων
    αιτιατική τους ζηλιάρηδες τις ζηλιάρες τα ζηλιάρικα
     κλητική ζηλιάρηδες ζηλιάρες ζηλιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Επίθετα -ης, , -ικο
  • σταθερός τόνος
  • ανισοσύλλαβα τα αρσενικά

Όπως

Μερικά, χαρακτηρίζονται κυρίως ως ουσιαστικά, όπως


Επιπλέον ουδέτερο σε -ι όπως μερικά σε -ούλης:

όπως μικρούλης, μικρούλα, μικρούλι & μικρούλικο από το μικρούλικος για τις γενικές πτώσεις του ουδέτερου (του μικρούλικου, των μικρούλικων)
Το αρσενικό, θηλυκό και το ουδέτερο σε , συχνά ως ουσιαστικά.


Το ουδέτερο σε -ικο, από επίθετα σε -ικος


Δείτε και το #γουστόζος

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μικρούλης η μικρούλα το μικρούλι
μικρούλικο
      γενική του μικρούλη της μικρούλας του
μικρούλικου
    αιτιατική τον μικρούλη τη μικρούλα το μικρούλι
μικρούλικο
     κλητική μικρούλη μικρούλα μικρούλι
μικρούλικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μικρούληδες οι μικρούλες τα μικρούλια
μικρούλικα
      γενική των μικρούληδων των
μικρούλικων
    αιτιατική τους μικρούληδες τις μικρούλες τα μικρούλια
μικρούλικα
     κλητική μικρούληδες μικρούλες μικρούλια
μικρούλικα
To ουδέτερο σε και από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό, θηλυκό και το ουδέτερο σε -ι, και ως ουσιαστικά.
κορυφή σελίδας - top of page

ξανθομάλλης[επεξεργασία]

για τους συντάκτες: {{el-κλίση-'ξανθομάλλης'}}

Ομάδα:ξανθομάλλης • 20 λέξεις αυτή τη στιγμή. 

-ης, -α/ού/ούσα, -ικο
Κατηγορία:ξανθομάλλης • 10 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
θηλυκό χωρίς -ού
Κατηγορία:κατσαρομάλλης • 8 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
θηλυκό χωρίς -ούσα
Κατηγορία:κοκκινομύτης • 2 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξανθομάλλης η ξανθομάλλα
ξανθομαλλού
ξανθομαλλούσα
το ξανθομάλλικο
      γενική του ξανθομάλλη της ξανθομάλλας
ξανθομαλλούς
ξανθομαλλούσας
του ξανθομάλλικου
    αιτιατική τον ξανθομάλλη την ξανθομάλλα
ξανθομαλλού
ξανθομαλλούσα
το ξανθομάλλικο
     κλητική ξανθομάλλη ξανθομάλλα
ξανθομαλλού
ξανθομαλλούσα
ξανθομάλλικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξανθομάλληδες οι ξανθομάλλες
ξανθομαλλούδες
ξανθομαλλούσες
τα ξανθομάλλικα
      γενική των ξανθομάλληδων των
ξανθομαλλούδων
των ξανθομάλλικων
    αιτιατική τους ξανθομάλληδες τις ξανθομάλλες
ξανθομαλλούδες
ξανθομαλλούσες
τα ξανθομάλλικα
     κλητική ξανθομάλληδες ξανθομάλλες
ξανθομαλλούδες
ξανθομαλλούσες
ξανθομάλλικα
Το θηλυκό, σε , -ού και -ούσα.
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Επίθετα -ης, -α/ού/ούσα, -ικο
  • όπως η κλίση #ζηλιάρης με επιπλέον τύπους για το θηλυκό
  • σταθερός τόνος
  • ανισοσύλλαβα
  • Τα θηλυκά σε -α και ‑ούσα αποφεύγουν τη γενική πληθυντικού σε ‑ών


Κλίση για σύνθετα επίθετα με το -μάλλης (μαλλιά), -μάτης (μάτια), -φρύδης (φρύδια) & μερικά -μύτης


Μερικά


Πηγή: Τριανταφυλλίδης (1941) §637.

κορυφή σελίδας - top of page

συνεχής[επεξεργασία]

για τους συντάκτες: {{el-κλίση-'συνεχής'}}
※ αρχαία ελληνικά
#όπως «συνεχής»
-ής, -ής, -ές
Κατηγορία:συνεχής • 928 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνεχής η συνεχής το συνεχές
      γενική του συνεχούς* της συνεχούς του συνεχούς
    αιτιατική τον συνεχή τη συνεχή το συνεχές
     κλητική συνεχή(ς) συνεχής συνεχές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνεχείς οι συνεχείς τα συνεχή
      γενική των συνεχών των συνεχών των συνεχών
    αιτιατική τους συνεχείς τις συνεχείς τα συνεχή
     κλητική συνεχείς συνεχείς συνεχή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Επίθετα οξύτονα -ής, -ής, -ές
  • σταθερός τόνος
  • ισοσύλλαβα
  • δικατάληκτα: κοινοί τύποι για το αρσενικό και το θηλυκό (με μια παραλλαγή στην κλητική ενικού του αρσενικού)

Η κλίση, όπως για τα αρχαία επίθετα με σιγμόληκτο θέμα σε -...εσ-

  • η αρχαία κλητική αρσενικού ήταν όμοια με το θέμα: συνεχές

Παρατηρήσεις:

  • Και νεότερη γενική ενικού αρσενικού «του συνεχή».
  • Προφορικός τύπος για το θηλυκό, κατά την κλίση #καλός:
    «η συνεχή», «της συνεχής».

κορυφή σελίδας - top of page

μανιώδης πλήρης[επεξεργασία]

για τους συντάκτες: {{el-κλίση-'μανιώδης'}} & {{el-κλίση-'πλήρης'}}

Η αρχαία κλίση, όπως για τα επίθετα που είχαν σιγμόληκτο θέμα σε -...εσ-

'-ης, -'ης, -ες
Κατηγορία:μανιώδης • 293 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
  • στη γενική πληθυντικού ο τόνος, στη λήγουσα -ών
    των μανιωδών
    Διαφορετικός ο τονισμός για τον αντίστοιχο αρχαίο τύπο: τῶν μανιώδων
  • ισοσύλλαβα
  • δικατάληκτα: κοινοί τύποι για το αρσενικό και θηλυκό (με μια παραλλαγή στην κλητική ενικού του αρσενικού)
με σταθερό τόνο
Κατηγορία:πλήρης • 8 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
  • όπως το #μανιώδης, αλλά στη γενική ενικού παραμένει σταθερός ο τόνος, όπως στα αρχαία επίθετα σε -ώδης
    των πλήρων
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μανιώδης η μανιώδης το μανιώδες
      γενική του μανιώδους της μανιώδους του μανιώδους
    αιτιατική τον μανιώδη τη μανιώδη το μανιώδες
     κλητική μανιώδη(ς) μανιώδης μανιώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μανιώδεις οι μανιώδεις τα μανιώδη
      γενική των μανιωδών των μανιωδών των μανιωδών
    αιτιατική τους μανιώδεις τις μανιώδεις τα μανιώδη
     κλητική μανιώδεις μανιώδεις μανιώδη
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλήρης η πλήρης το πλήρες
      γενική του πλήρους* της πλήρους του πλήρους
    αιτιατική τον πλήρη την πλήρη το πλήρες
     κλητική πλήρη(ς) πλήρης πλήρες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλήρεις οι πλήρεις τα πλήρη
      γενική των πλήρων των πλήρων των πλήρων
    αιτιατική τους πλήρεις τις πλήρεις τα πλήρη
     κλητική πλήρεις πλήρεις πλήρη
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού ή και θηλυκού
κορυφή σελίδας - top of page

συνήθης[επεξεργασία]

για τους συντάκτες: {{el-κλίση-'συνήθης'}}
※ αρχαία ελληνικά
#όπως «συνήθης»
-ης, -ης, '-ες
Κατηγορία:συνήθης • 25 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η συνήθης το σύνηθες
      γενική του/της συνήθους* του συνήθους
    αιτιατική τον/τη συνήθη το σύνηθες
     κλητική συνήθη σύνηθες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνήθεις τα συνήθη
      γενική των συνήθων των συνήθων
    αιτιατική τους/τις συνήθεις τα συνήθη
     κλητική συνήθεις συνήθη
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
  • ανεβαίνει ο τόνος στο ουδέτερο
  • ισοσύλλαβα
  • δικατάληκτα: κοινοί τύποι για το αρσενικό και θηλυκό

Η αρχαία κλίση, όπως για τα επίθετα που είχαν σιγμόληκτο θέμα σε -...εσ-

  • η αρχαία κλητική αρσενικού ήταν όμοια με το θέμα: σύνηθες
κορυφή σελίδας - top of page

ι[επεξεργασία]

άκλιτα με -ί[επεξεργασία]

#Άκλιτα επίθετα σε όπως το ουδέτερο στην κλίση #σταχτής, σταχτιά, σταχτί

οι πορτοκαλί μπλούζες

εύελπις[επεξεργασία]

για τους συντάκτες: {{el-κλίση-'εύελπις'}}
※ αρχαία ελληνικά
#όπως «εὔελπις»
-ις, -ις, -ι με γενική -ιδος
Κατηγορία:εύελπις • 1 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η εύελπις το εύελπι
      γενική του/της ευέλπιδος του ευέλπιδος
    αιτιατική τον/την εύελπι(ν) το εύελπι
     κλητική εύελπι εύελπι
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευέλπιδες τα ευέλπιδα
      γενική των ευελπίδων
(ευέλπιδων*)
των ευελπίδων
(ευέλπιδων*)
    αιτιατική τους/τις ευέλπιδες τα ευέλπιδα
     κλητική ευέλπιδες ευέλπιδα
Αρχαιόκλιτο. * Τύπος γενικής πληθυντικού '-ιδων, όπως στη δημοτική.
Αρχαιόκλιτα κατά το εὔελπις, γενική: εὐέλπιδος
κορυφή σελίδας - top of page

ο[επεξεργασία]

Η ονοματική κλίση αρσενικών ή θηλυκών σε -ος (επίθετα ή ουσιαστικά) είναι η μόνη που παρουσιάζει επιπλέον διαφορά στις αιτιατικές και την κλητική ενικού.

ο καλός, του καλού, τον καλό, καλέ! οι καλοί, των καλών, τους καλούς

Τα τριγενή και τρικατάληκτα επίθετα σε -ος έχουν θηλυκά, είτε με , είτε με .

ο καλός, η καλή, το καλό
ο ωραίος, η ωραία, το ωραίο'
και συνδυασμοί

Τα αρχαιόπρεπα δικατάληκτα, έχουν κοινούς τύπους για το αρσενικό και το θηλυκό. Τις περισσότερες φορές σχηματίζονται και με καταλήξεις της δημοτικής, άλλοτε με , άλλοτε με .

ο ενεργός, η ενεργός & η ενεργή, το ενεργό
ο κερδοφόρος, η κερδοφόρος & η κερδοφόρα, το κερδοφόρο
Η συχνότητα χρήσης του αρχαιότερου ή του νεότερου τύπου ποικίλλει και αλλάζει διαρκώς. Καθώς περνάνε τα χρόνια και οι δεκαετίες, οι νεότερες καταλήξεις χρησιμοποιούνται όλο και πιο συχνά.
κορυφή σελίδας - top of page

καλός παλιός ξηρός[επεξεργασία]

για τους συντάκτες: {{el-κλίση-'καλός'}} {{el-κλίση-'παλιός'}} & {{el-κλίση-'ξηρός'}}
※ αρχαία ελληνικά
#όπως «καλός»
#όπως «ξηρός»
-ός, -ή, -ό
Κατηγορία:καλός • 7.754 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
-ός, -ά, -ό
Κατηγορία:παλιός • 21 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
Και τα μονοσύλλαβα που δε φέρουν τόνο, όπως νιος, χλιος.
-ός, -ή/{-ά}, -ό
Κατηγορία:ξηρός • 14 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
Το θηλυκό με επιπλέον αρχαιοπρεπείς τύπος με . Τους συναντάμε σε παγιωμένες εκφράσεις, όπως ξηρά τροφή, φαιά ουσία
Δείτε και #λάγνος, #δίκαιος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλός η καλή το καλό
      γενική του καλού της καλής του καλού
    αιτιατική τον καλό την καλή το καλό
     κλητική καλέ καλή καλό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλοί οι καλές τα καλά
      γενική των καλών των καλών των καλών
    αιτιατική τους καλούς τις καλές τα καλά
     κλητική καλοί καλές καλά
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παλιός η παλιά το παλιό
      γενική του παλιού της παλιάς του παλιού
    αιτιατική τον παλιό την παλιά το παλιό
     κλητική παλιέ παλιά παλιό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παλιοί οι παλιές τα παλιά
      γενική των παλιών των παλιών των παλιών
    αιτιατική τους παλιούς τις παλιές τα παλιά
     κλητική παλιοί παλιές παλιά
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξηρός η ξηρή
ξηρά
το ξηρό
      γενική του ξηρού της ξηρής
ξηράς
του ξηρού
    αιτιατική τον ξηρό την ξηρή
ξηρά
το ξηρό
     κλητική ξηρέ ξηρή
ξηρά
ξηρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξηροί οι ξηρές τα ξηρά
      γενική των ξηρών των ξηρών των ξηρών
    αιτιατική τους ξηρούς τις ξηρές τα ξηρά
     κλητική ξηροί ξηρές ξηρά
Οι δεύτεροι τύποι του θηλυκού όπως στην αρχαία κλίση,
συνήθως σε λόγιες παγιωμένες εκφράσεις.

κορυφή σελίδας - top of page

γλυκός θηλυκός[επεξεργασία]

για τους συντάκτες: {{el-κλίση-'γλυκός'}} & {{el-κλίση-'θηλυκός'}}
-ός, -ιά, -ό
Κατηγορία:γλυκός • 6 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
-ός, -ή/ιά, -ό
Κατηγορία:θηλυκός • 20 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γλυκός η γλυκιά το γλυκό
      γενική του γλυκού της γλυκιάς του γλυκού
    αιτιατική τον γλυκό τη γλυκιά το γλυκό
     κλητική γλυκέ γλυκιά γλυκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γλυκοί οι γλυκές τα γλυκά
      γενική των γλυκών των γλυκών των γλυκών
    αιτιατική τους γλυκούς τις γλυκές τα γλυκά
     κλητική γλυκοί γλυκές γλυκά
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θηλυκός η θηλυκή
θηλυκιά
το θηλυκό
      γενική του θηλυκού της θηλυκής
θηλυκιάς
του θηλυκού
    αιτιατική τον θηλυκό τη θηλυκή
θηλυκιά
το θηλυκό
     κλητική θηλυκέ θηλυκή
θηλυκιά
θηλυκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θηλυκοί οι θηλυκές τα θηλυκά
      γενική των θηλυκών των θηλυκών των θηλυκών
    αιτιατική τους θηλυκούς τις θηλυκές τα θηλυκά
     κλητική θηλυκοί θηλυκές θηλυκά

κορυφή σελίδας - top of page

ξένος όμορφος -μένος -μενος[επεξεργασία]

για τους συντάκτες: {{el-κλίση-'όμορφος'}}
※ αρχαία ελληνικά
#όπως «μέγιστος» & μετοχές
-ος, -η, -ο βαρύτονα (παροξύτονα & προπαροξύτονα) επίθετα & μετοχές. Συνολικά, 12.708 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
-ος, -η, -ο παροξύτονα Κατηγορία:ξένος • 152 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
  • όλες οι -μένος Μετοχές:αγαπημένος • 4.717 λέξεις αυτή τη στιγμή.  Είναι οι μετοχές παθητικού παρακειμένου της κοινής νεοελληνικής.
-ος, -η, -ο προπαροξύτονα Κατηγορία:όμορφος • 7.326 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξένος η ξένη το ξένο
      γενική του ξένου της ξένης του ξένου
    αιτιατική τον ξένο την ξένη το ξένο
     κλητική ξένε ξένη ξένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξένοι οι ξένες τα ξένα
      γενική των ξένων των ξένων των ξένων
    αιτιατική τους ξένους τις ξένες τα ξένα
     κλητική ξένοι ξένες ξένα
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο όμορφος η όμορφη το όμορφο
      γενική του όμορφου της όμορφης του όμορφου
    αιτιατική τον όμορφο την όμορφη το όμορφο
     κλητική όμορφε όμορφη όμορφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι όμορφοι οι όμορφες τα όμορφα
      γενική των όμορφων των όμορφων των όμορφων
    αιτιατική τους όμορφους τις όμορφες τα όμορφα
     κλητική όμορφοι όμορφες όμορφα

κορυφή σελίδας - top of page

ωραίος θαυμάσιος[επεξεργασία]

για τους συντάκτες: {{el-κλίση-'ωραίος'}}
※ αρχαία ελληνικά
#όπως «ὡραῖος»
-ος, -α, -ο βαρύτονα (παροξύτονα & προπαροξύτονα) Συνολικά, 1.404 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
-ος, -α, -ο παροξύτονα
Κατηγορία:ωραίος • 740 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
και όσα προφέρονται με συνίζηση στην κατάληξη
-ος, -α, -ο προπαροξύτονα
Κατηγορία:θαυμάσιος • 664 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ωραίος η ωραία το ωραίο
      γενική του ωραίου της ωραίας του ωραίου
    αιτιατική τον ωραίο την ωραία το ωραίο
     κλητική ωραίε ωραία ωραίο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ωραίοι οι ωραίες τα ωραία
      γενική των ωραίων των ωραίων των ωραίων
    αιτιατική τους ωραίους τις ωραίες τα ωραία
     κλητική ωραίοι ωραίες ωραία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θαυμάσιος η θαυμάσια το θαυμάσιο
      γενική του θαυμάσιου της θαυμάσιας του θαυμάσιου
    αιτιατική τον θαυμάσιο τη θαυμάσια το θαυμάσιο
     κλητική θαυμάσιε θαυμάσια θαυμάσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θαυμάσιοι οι θαυμάσιες τα θαυμάσια
      γενική των θαυμάσιων των θαυμάσιων των θαυμάσιων
    αιτιατική τους θαυμάσιους τις θαυμάσιες τα θαυμάσια
     κλητική θαυμάσιοι θαυμάσιες θαυμάσια
κορυφή σελίδας - top of page

γουστόζος καπριτσιόζος ζόρικος[επεξεργασία]

για τους συντάκτες: {{el-κλίση-'γουστόζος'}} {{el-κλίση-'ζόρικος'}}
-ος, -α, -ικο
Κατηγορία:γουστόζος • 3 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
Επιπλέον ουδέτερο σε -ο, η Κατηγορία:καπριτσιόζος • 2 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
Συνολικά η ομάδα, 6 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
Μόνο με -ο στο ουδέτερο, το ιδιωματικό φαμόζος
Δείτε και το #ζηλιάρης
-ος, -η/ια, -ο
Κατηγορία:ζόρικος • 14 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
και όσα προφέρονται με συνίζηση στην κατάληξη
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γουστόζος η γουστόζα το γουστόζικο
      γενική του γουστόζου της γουστόζας του γουστόζικου
    αιτιατική τον γουστόζο τη γουστόζα το γουστόζικο
     κλητική γουστόζε γουστόζα γουστόζικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γουστόζοι οι γουστόζες τα γουστόζικα
      γενική των γουστόζων των γουστόζικων
    αιτιατική τους γουστόζους τις γουστόζες τα γουστόζικα
     κλητική γουστόζοι γουστόζες γουστόζικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καπριτσιόζος η καπριτσιόζα το καπριτσιόζο
καπριτσιόζικο
      γενική του καπριτσιόζου της καπριτσιόζας του καπριτσιόζου
καπριτσιόζικου
    αιτιατική τον καπριτσιόζο την καπριτσιόζα το καπριτσιόζο
καπριτσιόζικο
     κλητική καπριτσιόζε καπριτσιόζα καπριτσιόζιο
καπριτσιόζικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καπριτσιόζοι οι καπριτσιόζες τα καπριτσιόζικα
      γενική των καπριτσιόζων των καπριτσιόζικων
    αιτιατική τους καπριτσιόζους τις καπριτσιόζες τα καπριτσιόζικα
     κλητική καπριτσιόζοι καπριτσιόζες καπριτσιόζικα
To ουδέτερο σε -ο και από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζόρικος η ζόρικη
ζόρικια
το ζόρικο
      γενική του ζόρικου της ζόρικης
ζόρικιας
του ζόρικου
    αιτιατική τον ζόρικο τη ζόρικη
ζόρικια
το ζόρικο
     κλητική ζόρικε ζόρικη
ζόρικια
ζόρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζόρικοι οι ζόρικες τα ζόρικα
      γενική των ζόρικων των ζόρικων των ζόρικων
    αιτιατική τους ζόρικους τις ζόρικες τα ζόρικα
     κλητική ζόρικοι ζόρικες ζόρικα

κορυφή σελίδας - top of page

παγκόσμιος πλάγιος[επεξεργασία]

για τους συντάκτες: {{el-κλίση-'πλάγιος'}} {{el-κλίση-'παγκόσμιος'}}
※ αρχαία ελληνικά
#όπως «δίκαιος»
-ος, -α, -ο, με επιπλέον λόγιους τύπους
Κατηγορία:παγκόσμιος • 2 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
-ος, '-α/-'α, -ο, με επιπλέον λόγιους τύπους και στο θηλυκό
Κατηγορία:πλάγιος • 9 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
Με επιπλέον λόγιους τύπους όπως στην αρχαία κλίση, που χρησιμοποιούνται σε λόγιες εκφράσεις
(όπως εκ του πλαγίου, η πλαγία οδός, του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, Υπουργείο Δημοσίων Έργων)

Δείτε και τη κλίση #μέγιστος, με θηλυκό σε -η, και λόγιους τύπους.
Είναι παραλλαγές της Κατηγορίας #θαυμάσιος.

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παγκόσμιος η παγκόσμια το παγκόσμιο
      γενική του παγκόσμιου
παγκοσμίου
της παγκόσμιας του παγκόσμιου
παγκοσμίου
    αιτιατική τον παγκόσμιο την παγκόσμια το παγκόσμιο
     κλητική παγκόσμιε παγκόσμια παγκόσμιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παγκόσμιοι οι παγκόσμιες τα παγκόσμια
      γενική των παγκόσμιων
παγκοσμίων
των παγκόσμιων
παγκοσμίων
των παγκόσμιων
παγκοσμίων
    αιτιατική τους παγκόσμιους
παγκοσμίους
τις παγκόσμιες τα παγκόσμια
     κλητική παγκόσμιοι παγκόσμιες παγκόσμια
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση.
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλάγιος η πλάγια
πλαγία
το πλάγιο
      γενική του πλάγιου
πλαγίου
της πλάγιας
πλαγίας
του πλάγιου
πλαγίου
    αιτιατική τον πλάγιο την πλάγια
πλαγία
το πλάγιο
     κλητική πλάγιε πλάγια
πλάγια
πλάγιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλάγιοι οι πλάγιες τα πλάγια
      γενική των πλάγιων
πλαγίων
των πλάγιων
πλαγίων
των πλάγιων
πλαγίων
    αιτιατική τους πλάγιους
πλαγίους
τις πλάγιες τα πλάγια
     κλητική πλάγιοι πλάγιες πλάγια
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση.

κορυφή σελίδας - top of page

λάγνος δίκαιος[επεξεργασία]

για τους συντάκτες: {{el-κλίση-'λάγνος'}} {{el-κλίση-'δίκαιος'}}
-ος, -η/-α, -ο παροξύτονα
Κατηγορία:λάγνος • 4 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
-ος, -η/-α, -ο προπαροξύτονα
Κατηγορία:δίκαιος • 7 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λάγνος η λάγνη
λάγνα
το λάγνο
      γενική του λάγνου της λάγνης
λάγνας
του λάγνου
    αιτιατική τον λάγνο τη λάγνη
λάγνα
το λάγνο
     κλητική λάγνε λάγνη
λάγνα
λάγνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λάγνοι οι λάγνες τα λάγνα
      γενική των λάγνων των λάγνων των λάγνων
    αιτιατική τους λάγνους τις λάγνες τα λάγνα
     κλητική λάγνοι λάγνες λάγνα
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δίκαιος η δίκαιη
δίκαια
το δίκαιο
      γενική του δίκαιου της δίκαιης
δίκαιας
του δίκαιου
    αιτιατική τον δίκαιο τη δίκαιη
δίκαια
το δίκαιο
     κλητική δίκαιε δίκαιη
δίκαια
δίκαιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δίκαιοι οι δίκαιες τα δίκαια
      γενική των δίκαιων των δίκαιων των δίκαιων
    αιτιατική τους δίκαιους τις δίκαιες τα δίκαια
     κλητική δίκαιοι δίκαιες δίκαια
κορυφή σελίδας - top of page

μέγιστος περιλαμβανόμενος[επεξεργασία]

για τους συντάκτες: {{el-κλίση-'μέγιστος'}}
-ος, -η, -ο (όπως #όμορφος, με επιπλέον λόγιους τύπους)
Κατηγορία:μέγιστος • 12 λέξεις αυτή τη στιγμή.  Μετ:περιλαμβανόμενος • 6 λέξεις αυτή τη στιγμή.  (Ομάδα #εισαγόμενος)
  • Επίθετα (και λιγοστές μετοχές) που διατηρούν λόγιους τύπους από την αρχαία κλίση,
    κυρίως σε παγιωμένες εκφράσεις
    όπως μεγίστη τιμή, ελαχίστη τιμή, συμπεριλαμβανομένης και...
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μέγιστος η μέγιστη
μεγίστη
το μέγιστο
      γενική του μέγιστου
μεγίστου
της μέγιστης
μεγίστης
του μέγιστου
μεγίστου
    αιτιατική τον μέγιστο τη μέγιστη
μεγίστη
το μέγιστο
     κλητική μέγιστε μέγιστη
μεγίστη
μέγιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μέγιστοι οι μέγιστες τα μέγιστα
      γενική των μέγιστων
μεγίστων
των μέγιστων
μεγίστων
των μέγιστων
μεγίστων
    αιτιατική τους μέγιστους
μεγίστους
τις μέγιστες τα μέγιστα
     κλητική μέγιστοι μέγιστες μέγιστα
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, όπως στην αρχαία κλίση.
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιλαμβανόμενος η περιλαμβανόμενη
περιλαμβανομένη
το περιλαμβανόμενο
      γενική του περιλαμβανόμενου
περιλαμβανομένου
της περιλαμβανόμενης
περιλαμβανομένης
του περιλαμβανόμενου
περιλαμβανομένου
    αιτιατική τον περιλαμβανόμενο την περιλαμβανόμενη
περιλαμβανομένη
το περιλαμβανόμενο
     κλητική περιλαμβανόμενε περιλαμβανόμενη
περιλαμβανομένη
περιλαμβανόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιλαμβανόμενοι οι περιλαμβανόμενες τα περιλαμβανόμενα
      γενική των περιλαμβανόμενων
περιλαμβανομένων
των περιλαμβανόμενων
περιλαμβανομένων
των περιλαμβανόμενων
περιλαμβανομένων
    αιτιατική τους περιλαμβανόμενους
περιλαμβανομένους
τις περιλαμβανόμενες τα περιλαμβανόμενα
     κλητική περιλαμβανόμενοι περιλαμβανόμενες περιλαμβανόμενα
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, όπως στην αρχαία κλίση.

κορυφή σελίδας - top of page

ος ος ο[επεξεργασία]

Κοινοί τύποι για το αρσενικό και το θηλυκό. Η εξέλιξη του θηλυκού τύπου, πολυποίκιλη. Άλλοτε κρατά το -ος, άλλοτε προσθέτει τύπο σε -η, άλλοτε σε -α.

Η μεταπήδηση από μια φάση στην επόμενη είναι σε εξέλιξη και πολλά από τα πιο εύχρηστα επίθετα ενδέχεται να αλλάξουν Κατηγορία στο μέλλον.

όπως τα σε -ποιός
όπως τα σε -γόνος, -ούχος, -φόρος
  -ος, -ος, -ο η εξέλιξη των τύπων του θηλυκού
  χωρίς νεότερο τύπο: Ομάδα:ος-ος-ο • 76 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
με άλφα Ομάδα:-ος -ος -ο & -α • 202 λέξεις αυτή τη στιγμή.  με ήτα Ομάδα:-ος -ος -ο & -η • 14 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
οξύτονα -ός-ός-ό ειδοποιός χωρίς θηλυκό σε -ά
Κατηγορία:ειδοποιός • 7 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
-ός-ός/ά-ό φθοροποιός
Κατηγορία:φθοροποιός • 7 λέξεις αυτή τη στιγμή.

-ός-ά/ός-ό

-ός-ός-ό εξαγωγός χωρίς θηλυκό σε -ή
Κατηγορία:εξαγωγός • 32 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
-ός-ός/ή-ό ενεργός
Κατηγορία:ενεργός • 12 λέξεις αυτή τη στιγμή. 

-ός-ή/ός-ό ραδιενεργός
Κατηγορία:ραδιενεργός • 2 λέξεις αυτή τη στιγμή. 

παροξύτονα -oς-oς-o εμβολοφόρος χωρίς θηλυκό σε -α
Κατηγορία:εμβολοφόρος • 54 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
-oς-oς/α-o ζημιογόνος
Κατηγορία:ζημιογόνος • 171 λέξεις αυτή τη στιγμή. 

-ος-α/ος-ο κερδοφόρος
Κατηγορία:κερδοφόρος • 24 λέξεις αυτή τη στιγμή.  

-oς-oς-o χοληδόχος χωρίς θηλυκό σε -η
Κατηγορία:χοληδόχος • 22 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
-oς-oς/η-o άπτερος
Κατηγορία:άπτερος • 43 λέξεις αυτή τη στιγμή. 

-oς-η/ος-o φυγόκεντρος
Κατηγορία:φυγόκεντρος • 10 λέξεις αυτή τη στιγμή. 

προπαροξύτονα -ος-ος-ο 
-ος-ος/α-ο 

-oς-α/oς-o ευκλείδειος με λόγιους τύπους
Κατηγορία:ευκλείδειος • 34 λέξεις αυτή τη στιγμή. 

-ος-ος-ο 
-ος-ος/η-ο 

-oς-η/oς-o διάδικος με λόγιους τύπους
Κατηγορία:διάδικος • 7 λέξεις αυτή τη στιγμή. 

κορυφή σελίδας - top of page

Παραδείγματα

-ός, -ός, -ό χωρίς θηλυκό σε -α
Κατηγορία:ειδοποιός • 7 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
-ός-ός/ά-ό
Κατηγορία:φθοροποιός • 7 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η ειδοποιός το ειδοποιό
      γενική του/της ειδοποιού του ειδοποιού
    αιτιατική τον/την ειδοποιό το ειδοποιό
     κλητική ειδοποιέ ειδοποιό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ειδοποιοί τα ειδοποιά
      γενική των ειδοποιών των ειδοποιών
    αιτιατική τους/τις ειδοποιούς τα ειδοποιά
     κλητική ειδοποιοί ειδοποιά
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φθοροποιός η φθοροποιός
φθοροποιά
το φθοροποιό
      γενική του φθοροποιού της φθοροποιού
φθοροποιάς
του φθοροποιού
    αιτιατική τον φθοροποιό τη φθοροποιό
φθοροποιά
το φθοροποιό
     κλητική φθοροποιέ φθοροποιέ
φθοροποιά
φθοροποιό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φθοροποιοί οι φθοροποιοί
φθοροποιές
τα φθοροποιά
      γενική των φθοροποιών των φθοροποιών των φθοροποιών
    αιτιατική τους φθοροποιούς τις φθοροποιούς
φθοροποιές
τα φθοροποιά
     κλητική φθοροποιοί φθοροποιοί
φθοροποιές
φθοροποιά
-ός, -ός, -ό χωρίς θηλυκό σε -η
Κατηγορία:εξαγωγός • 32 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
-ός-ός/ή-ό
Κατηγορία:ενεργός • 12 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
-ός-ή/ός-ό
Κατηγορία:ραδιενεργός • 2 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η εξαγωγός το εξαγωγό
      γενική του/της εξαγωγού του εξαγωγού
    αιτιατική τον/την εξαγωγό το εξαγωγό
     κλητική εξαγωγέ εξαγωγό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξαγωγοί τα εξαγωγά
      γενική των εξαγωγών των εξαγωγών
    αιτιατική τους/τις εξαγωγούς τα εξαγωγά
     κλητική εξαγωγοί εξαγωγά
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενεργός η ενεργός
ενεργή
το ενεργό
      γενική του ενεργού της ενεργού
ενεργής
του ενεργού
    αιτιατική τον ενεργό την ενεργό
ενεργή
το ενεργό
     κλητική ενεργέ ενεργέ
ενεργή
ενεργό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενεργοί οι ενεργοί
ενεργές
τα ενεργά
      γενική των ενεργών των ενεργών των ενεργών
    αιτιατική τους ενεργούς τις ενεργούς
ενεργές
τα ενεργά
     κλητική ενεργοί ενεργοί
ενεργές
ενεργά
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ραδιενεργός η ραδιενεργή
ραδιενεργός
το ραδιενεργό
      γενική του ραδιενεργού της ραδιενεργής
ραδιενεργού
του ραδιενεργού
    αιτιατική τον ραδιενεργό τη ραδιενεργή
ραδιενεργό
το ραδιενεργό
     κλητική ραδιενεργέ ραδιενεργή
ραδιενεργέ
ραδιενεργό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ραδιενεργοί οι ραδιενεργές
ραδιενεργοί
τα ραδιενεργά
      γενική των ραδιενεργών των ραδιενεργών
ραδιενεργών
των ραδιενεργών
    αιτιατική τους ραδιενεργούς τις ραδιενεργές
ραδιενεργούς
τα ραδιενεργά
     κλητική ραδιενεργοί ραδιενεργές
ραδιενεργοί
ραδιενεργά
-'ος, -'ος, -'ο χωρίς θηλυκό σε -α
Κατηγορία:εμβολοφόρος • 54 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
-ος-ος/α-ο
Κατηγορία:ζημιογόνος • 171 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
-ος-α/ος-ο
Κατηγορία:κερδοφόρος • 24 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η εμβολοφόρος το εμβολοφόρο
      γενική του/της εμβολοφόρου του εμβολοφόρου
    αιτιατική τον/την εμβολοφόρο το εμβολοφόρο
     κλητική εμβολοφόρε εμβολοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμβολοφόροι τα εμβολοφόρα
      γενική των εμβολοφόρων των εμβολοφόρων
    αιτιατική τους/τις εμβολοφόρους τα εμβολοφόρα
     κλητική εμβολοφόροι εμβολοφόρα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζημιογόνος η ζημιογόνος
ζημιογόνα
το ζημιογόνο
      γενική του ζημιογόνου της ζημιογόνου
ζημιογόνας
του ζημιογόνου
    αιτιατική τον ζημιογόνο τη ζημιογόνο
ζημιογόνα
το ζημιογόνο
     κλητική ζημιογόνε ζημιογόνε
ζημιογόνα
ζημιογόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζημιογόνοι οι ζημιογόνοι
ζημιογόνες
τα ζημιογόνα
      γενική των ζημιογόνων των ζημιογόνων των ζημιογόνων
    αιτιατική τους ζημιογόνους τις ζημιογόνους
ζημιογόνες
τα ζημιογόνα
     κλητική ζημιογόνοι ζημιογόνοι
ζημιογόνες
ζημιογόνα
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κερδοφόρος η κερδοφόρα
κερδοφόρος
το κερδοφόρο
      γενική του κερδοφόρου της κερδοφόρας
κερδοφόρου
του κερδοφόρου
    αιτιατική τον κερδοφόρο την κερδοφόρα
κερδοφόρο
το κερδοφόρο
     κλητική κερδοφόρε κερδοφόρα
κερδοφόρε
κερδοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κερδοφόροι οι κερδοφόρες
κερδοφόροι
τα κερδοφόρα
      γενική των κερδοφόρων των κερδοφόρων των κερδοφόρων
    αιτιατική τους κερδοφόρους τις κερδοφόρες
κερδοφόρους
τα κερδοφόρα
     κλητική κερδοφόροι κερδοφόρες
κερδοφόροι
κερδοφόρα
-'ος, -'ος, -'ο χωρίς θηλυκό σε -η
Κατηγορία:χοληδόχος • 22 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
-ος-ος/η-ο
Κατηγορία:άπτερος • 43 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
-ος-η/ος-ο
Κατηγορία:φυγόκεντρος • 10 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η χοληδόχος το χοληδόχο
      γενική του/της χοληδόχου του χοληδόχου
    αιτιατική τον/τη χοληδόχο το χοληδόχο
     κλητική χοληδόχε χοληδόχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χοληδόχοι τα χοληδόχα
      γενική των χοληδόχων των χοληδόχων
    αιτιατική τους/τις χοληδόχους τα χοληδόχα
     κλητική χοληδόχοι χοληδόχα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άπτερος η άπτερος
άπτερη
το άπτερο
      γενική του απτέρου
άπτερου
της απτέρου
άπτερης
του απτέρου
άπτερου
    αιτιατική τον άπτερο την άπτερο
άπτερη
το άπτερο
     κλητική άπτερε άπτερε
άπτερη
άπτερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άπτεροι οι άπτεροι
άπτερες
τα άπτερα
      γενική των απτέρων
άπτερων
των απτέρων
άπτερων
των απτέρων
άπτερων
    αιτιατική τους απτέρους
άπτερους
τις απτέρους
άπτερες
τα άπτερα
     κλητική άπτεροι άπτεροι
άπτερες
άπτερα
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι.
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φυγόκεντρος η φυγόκεντρη
φυγόκεντρος
το φυγόκεντρο
      γενική του φυγόκεντρου της φυγόκεντρης
φυγοκέντρου
του φυγόκεντρου
    αιτιατική τον φυγόκεντρο τη φυγόκεντρη
φυγόκεντρο
το φυγόκεντρο
     κλητική φυγόκεντρε φυγόκεντρη
φυγόκεντρε
φυγόκεντρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φυγόκεντροι οι φυγόκεντρες
φυγόκεντροι
τα φυγόκεντρα
      γενική των φυγόκεντρων των φυγόκεντρων
φυγοκέντρων
των φυγόκεντρων
    αιτιατική τους φυγόκεντρους τις φυγόκεντρες
φυγοκέντρους
τα φυγόκεντρα
     κλητική φυγόκεντροι φυγόκεντρες
φυγόκεντροι
φυγόκεντρα
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, συνηθίζονται σε ουσιαστικοποιημένα ή σε αρχαιοπρεπείς λέξεις..
-ος-η/ος-ο
Κατηγορία:διάδικος • 7 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
όπως επάρατος εύφημος αντίζηλος
-ος, -α/-ος, -ο, με επιπλέον λόγιους τύπους
Κατηγορία:ευκλείδειος • 34 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
  • Σε παλιά λεξικά προτάσσεται ο παλιός θηλυκός τύπος σε -ος.
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διάδικος η διάδικη
διάδικος
το διάδικο
      γενική του διάδικου
διαδίκου
της διάδικης
διαδίκου
του διάδικου
διαδίκου
    αιτιατική τον διάδικο τη διάδικη
διάδικο
το διάδικο
     κλητική διάδικε διάδικη
διάδικε
διάδικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διάδικοι οι διάδικες
διάδικοι
τα διάδικα
      γενική των διάδικων
διαδίκων
των διάδικων
διαδίκων
των διάδικων
διαδίκων
    αιτιατική τους διάδικους
διαδίκους
τις διάδικες
διαδίκους
τα διάδικα
     κλητική διάδικοι διάδικες
διάδικοι
διάδικα
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, συνηθίζονται σε ουσιαστικοποιημένα.
Δείτε #σημειώσεις για τη μετακίνηση του τόνου.
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευκλείδειος η ευκλείδεια
ευκλείδειος
το ευκλείδειο
      γενική του ευκλείδειου
ευκλειδείου
της ευκλείδειας
ευκλειδείου
του ευκλείδειου
ευκλειδείου
    αιτιατική τον ευκλείδειο την ευκλείδεια
ευκλείδειο
το ευκλείδειο
     κλητική ευκλείδειε ευκλείδεια
ευκλείδειε
ευκλείδειο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευκλείδειοι οι ευκλείδειες
ευκλείδειοι
τα ευκλείδεια
      γενική των ευκλείδειων
ευκλειδείων
των ευκλείδειων
ευκλειδείων
των ευκλείδειων
ευκλειδείων
    αιτιατική τους ευκλείδειους
ευκλειδείους
τις ευκλείδειες
ευκλειδείους
τα ευκλείδεια
     κλητική ευκλείδειοι ευκλείδειες
ευκλείδειοι
ευκλείδεια
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση.
κορυφή σελίδας - top of page

ου[επεξεργασία]

κορυφή σελίδας - top of page

Λόγια επίθετα σε -ούς, -άς, -ούν όπως το σιδηρούς < αρχαία κλίση σιδηροῦς, -ᾶ, -οῦν


για τους συντάκτες: {{el-κλίση-'βραδύνους'}}
※ αρχαία ελληνικά
#όπως «βραδύνους»
-ους, -ους, -ουν, με επιπλέον λόγιους τύπους
Κατηγορία:βραδύνους • 32 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η βραδύνους το βραδύνουν
      γενική του/της βραδύνου του βραδύνου
    αιτιατική τον/τη βραδύνου το βραδύνουν
     κλητική βραδύνους* βραδύνουν*
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βραδύνοες τα βραδύνοα
      γενική των βραδυνόων των βραδυνόων
    αιτιατική τους/τις βραδύνοες τα βραδύνοα
     κλητική βραδύνοες βραδύνοα
* Η κλητική πτώση, σπάνια.
Λόγια κλίση κατά την αρχαία κατάληξη -ους, συνηρημένου τύπου του -οος.
Τύποι από την αρχαία κλίση.

Λόγια δικατάληκτα επίθετα, με δεύτερο συνθετικό σε -ους< -οος από τα αρχαία ελληνικά

όπως -νους, συνηρημένου τύπου του -νοος
ή -πνους (-πνοος)
-χρους < -χροος

Η κλητική πτώση είναι σπάνια.

για τους συντάκτες: {{el-κλίση-'ταχύπους'}}
※ αρχαία ελληνικά
#όπως «ταχύπους»
-ους, -ους, -ουν, με γενική -ποδος
Κατηγορία:ταχύπους • 2 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η ταχύπους το ταχύπουν
      γενική του/της ταχύποδος του ταχύποδος
    αιτιατική τον/την ταχύποδα το ταχύπουν
     κλητική ταχύπους* ταχύπουν*
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταχύποδες τα ταχύποδα
      γενική των ταχυπόδων των ταχυπόδων
    αιτιατική τους/τις ταχύποδες τα ταχύποδα
     κλητική ταχύποδες ταχύποδα
* Η κλητική πτώση, σπάνια.
Λόγια κλίση όπως στα αρχαία ελληνικά για σύνθετες λέξεις με το πούς.
Στην κοινή νεοελληνική, επίθετα σε -ποδος, -η, -ο.
Τύποι από την αρχαία κλίση.

Λόγια δικατάληκτα επίθετα, με δεύτερο συνθετικό το αρχαίο ουσιαστικο πούς

όπως δίπους. Στην κοινή νεοελληνική, ουσιαστικά σε -ποδας.

κορυφή σελίδας - top of page

υ[επεξεργασία]

αψύς γλυκύς βαθύς ευθύς[επεξεργασία]

※ αρχαία ελληνικά
#όπως «βαθύς»
-ύς, -ιά, -ύ
Κατηγορία:αψύς • 7 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
Χωρίς επιπλέον λόγιους τύπους.
Επίσης: Κατηγορία:γλυκύς • 1 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
Με γενική αρσενικού -ύ και πληθυντικό -είς
-ύς, -ιά/εία, -ύ
Κατηγορία:βαθύς • 7 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
Με επιπλέον λόγιους τύπους.
-ύς, -εία, -ύ
Κατηγορία:ευθύς • 10 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
Λογιότερη κλίση.
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αψύς η αψιά το αψύ
      γενική του αψιού
αψύ
της αψιάς του αψιού
αψύ
    αιτιατική τον αψύ την αψιά το αψύ
     κλητική αψύ αψιά αψύ
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αψιοί
αψείς
οι αψιές τα αψιά
      γενική των αψιών των αψιών των αψιών
    αιτιατική τους αψιούς
αψείς
τις αψιές τα αψιά
     κλητική αψιοί
αψείς
αψιές αψιά
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση.
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γλυκύς η γλυκιά το γλυκύ
      γενική του γλυκύ της γλυκιάς του γλυκύ
    αιτιατική τον γλυκύ τη γλυκιά το γλυκύ
     κλητική γλυκύ γλυκιά γλυκύ
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γλυκείς οι γλυκιές τα γλυκά
      γενική των γλυκών των γλυκιών των γλυκών
    αιτιατική τους γλυκείς τις γλυκιές τα γλυκά
     κλητική γλυκείς γλυκιές γλυκά
Οι τύποι με γιώτα (-ιά, ...) προφέρονται με συνίζηση.
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαθύς η βαθιά
βαθεία
το βαθύ
      γενική του βαθιού, βαθύ
βαθέος
της βαθιάς
βαθείας
του βαθιού, βαθύ
βαθέος
    αιτιατική τον βαθύ τη βαθιά
βαθεία
το βαθύ
     κλητική βαθύ βαθιά
βαθεία
βαθύ
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαθιοί
βαθείς
οι βαθιές
βαθείες
τα βαθιά
βαθέα
      γενική των βαθιών
βαθέων
των βαθιών
βαθειών
των βαθιών
βαθέων
    αιτιατική τους βαθιούς
βαθείς
τις βαθιές
βαθείες
τα βαθιά
βαθέα
     κλητική βαθιοί
βαθείς
βαθιές
βαθείες
βαθιά
βαθέα
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση.
Οι τύποι της δεύτερης σειράς, λόγιοι, κατεβάζουν τον τόνο όπως στην αρχαία κλίση
Χρησιμοποιούνται σε παγιωμένες εκφράσεις ή όρους.
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευθύς η ευθεία το ευθύ
      γενική του ευθύ
ευθέος
της ευθείας του ευθέος
    αιτιατική τον ευθύ την ευθεία το ευθύ
     κλητική ευθύ ευθεία ευθύ
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευθείς οι ευθείες τα ευθέα
      γενική των ευθέων των ευθειών των ευθέων
    αιτιατική τους ευθείς τις ευθείες τα ευθέα
     κλητική ευθείς ευθείες ευθέα

θήλυς ήμισυς[επεξεργασία]

Παροξύτονο επίθετο σε -υς ο θήλυς, η θήλεια, το θήλυ

  • Λόγια κλίση με κλιτικούς τύπους όπως στο αρχαίο θῆλυς, θήλεια, θῆλυ, τα θήλεα.

Προπαροξύτονο επίθετο σε -υς ο ήμισυς, η ημίσεια, το ήμισυ.

  • Λόγια κλίση με κλιτικούς τύπους όπως στο αρχαίο ἥμισυς, ἡμίσεια, ἥμισυ
κορυφή σελίδας - top of page

ω[επεξεργασία]

παρών παρόντας επιών[επεξεργασία]

για τους συντάκτες: {{el-κλίση-'παρών'}}
※ αρχαία ελληνικά
#όπως «παρών»

Ομάδα μετοχών:παρών-παρόντας-επιών • 23 λέξεις αυτή τη στιγμή. 

-ών, -ούσα, -όν Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα σε -ών, γενική: -όντος από τα αρχαία ελληνικά
-όντας, -ούσα, -όν και με νεότερο τύπο αρσενικού
Όπως το αρχαίο ὤν, μετοχή του εἰμί (είμαι) και των σύνθετών του.
Μετοχές:παρών • 13 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
Μετοχές:παρόντας (νεότερο αρσενικό) • 4 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
Συνολικά, και οι δύο Κατηγορίες, 17 λέξεις αυτή τη στιγμή. 

Εδώ και το μονοσύλλαβο ων, ούσα, από το αρχαίο ὤν

Αρχαιότροπες, που δε συνηθίζουν νεότερη κατάληξη στο αρσενικό
Μετοχές:επιών • 6 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρών
παρόντας
η παρούσα το παρόν
      γενική του παρόντος
παρόντα
της παρούσας
παρούσης*
του παρόντος
    αιτιατική τον παρόντα την παρούσα το παρόν
     κλητική παρών
παρόντα
παρούσα παρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρόντες οι παρούσες τα παρόντα
      γενική των παρόντων των παρουσών των παρόντων
    αιτιατική τους παρόντες τις παρούσες τα παρόντα
     κλητική παρόντες παρούσες παρόντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ών, -οῦσα, -όν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιών η επιούσα το επιόν
      γενική του επιόντος της επιούσας
επιούσης*
του επιόντος
    αιτιατική τον επιόντα την επιούσα το επιόν
     κλητική επιών επιούσα επιόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιόντες οι επιούσες τα επιόντα
      γενική των επιόντων των επιουσών των επιόντων
    αιτιατική τους επιόντες τις επιούσες τα επιόντα
     κλητική επιόντες επιούσες επιόντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ών, -οῦσα, -όν
* παλιότερος λόγιος τύπος

κορυφή σελίδας - top of page

κυβερνών κυβερνώντας ενθουσιών[επεξεργασία]

για τους συντάκτες: {{el-κλίση-'κυβερνών'}}
※ αρχαία ελληνικά
#όπως «τιμῶν»

Ομάδα μετοχών:κυβερνών-κυβερνώντας-ενθουσιών • 10 λέξεις αυτή τη στιγμή. 

-ών, -ώσα, -ών Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα σε -ών, γενική: -ώντος από τα αρχαία ελληνικά
-ώντας, -ώσα, -ών και με νεότερο τύπο αρσενικού.
Επειδή στα αρχαία ρήματα σε -άω συναιρείται α + ω > ω, α + ο > ω (ὁ κυβερνάων > ὁ κυβερνῶν, τὸ κυβερνάον > τὸ κυβερνῶν)
Για το θέμα σε -ντ έχουμε: αοντ + σ + α > ωσα, (ἡ κυβερνάοντ-σ-α > ἡ κυβερνῶσα)
Μετοχές:κυβερνών • 6 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
Μετοχές:κυβερνώντας (νεότερο αρσενικό) • 1 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
Συνολικά, και οι δύο Κατηγορίες, 7 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
Σπάνιες αρχαιότροπες, που δε συνηθίζουν νεότερη κατάληξη στο αρσενικό
Μετοχές:ενθουσιών • 3 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυβερνών
κυβερνώντας
η κυβερνώσα το κυβερνών
      γενική του κυβερνώντος
κυβερνώντα
της κυβερνώσας
κυβερνώσης*
του κυβερνώντος
    αιτιατική τον κυβερνώντα την κυβερνώσα το κυβερνών
     κλητική κυβερνών
κυβερνώντα
κυβερνώσα κυβερνών
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυβερνώντες οι κυβερνώσες τα κυβερνώντα
      γενική των κυβερνώντων των κυβερνωσών των κυβερνώντων
    αιτιατική τους κυβερνώντες τις κυβερνώσες τα κυβερνώντα
     κλητική κυβερνώντες κυβερνώσες κυβερνώντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -ῶσα, -ῶν από συναίρεση -άων, -άουσα, -άον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενθουσιών η ενθουσιώσα το ενθουσιών
      γενική του ενθουσιώντος της ενθουσιώσας
ενθουσιώσης*
του ενθουσιώντος
    αιτιατική τον ενθουσιώντα την ενθουσιώσα το ενθουσιών
     κλητική ενθουσιών ενθουσιώσα ενθουσιών
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενθουσιώντες οι ενθουσιώσες τα ενθουσιώντα
      γενική των ενθουσιώντων των ενθουσιωσών των ενθουσιώντων
    αιτιατική τους ενθουσιώντες τις ενθουσιώσες τα ενθουσιώντα
     κλητική ενθουσιώντες ενθουσιώσες ενθουσιώντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -ῶσα, -ῶν από συναίρεση -άων, -άουσα, -άον
* παλιότερος λόγιος τύπος
κορυφή σελίδας - top of page

μειοψηφών μειοψηφούντας αντενεργών[επεξεργασία]

για τους συντάκτες: {{el-κλίση-'μειοψηφών'}}
※ αρχαία ελληνικά
#όπως «ποιῶν»

Ομάδα μετοχών:μειοψηφών-μειοψηφούντας-αντενεργών • 22 λέξεις αυτή τη στιγμή. 

-ών, -ούσα, -ούν Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα σε -ών, γενική: -ούντος από τα αρχαία ελληνικά
-ούντας, -ούσα, -ούν και με νεότερο τύπο αρσενικού
Επειδή στα αρχαία ρήματα σε -έω όπως ποιέω συναιρείται ε + ω > ω, ε + ο > ου (ὁ ποιέων > ὁ ποιῶν, τὸ ποιέον > τὸ ποιοῦν)
Για το θέμα σε -ντ έχουμε: ντ + σ + α > ουσα, (ἡ ποιέοντ-σ-α > ποιοῦσα)
Μετοχές:μειοψηφών • 3 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
Μετοχές:μειοψηφούντας (νεότερο αρσενικό) • 2 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
Συνολικά, και οι δύο Κατηγορίες, 5 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
Σπάνιες αρχαιότροπες, που δε συνηθίζουν νεότερη κατάληξη στο αρσενικό
Μετοχές:αντενεργών • 17 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μειοψηφών
μειοψηφούντας
η μειοψηφούσα το μειοψηφούν
      γενική του μειοψηφούντος
μειοψηφούντα
της μειοψηφούσας
μειοψηφούσης*
του μειοψηφούντος
    αιτιατική τον μειοψηφούντα τη μειοψηφούσα το μειοψηφούν
     κλητική μειοψηφών
μειοψηφούντα
μειοψηφούσα μειοψηφούν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μειοψηφούντες οι μειοψηφούσες τα μειοψηφούντα
      γενική των μειοψηφούντων των μειοψηφουσών των μειοψηφούντων
    αιτιατική τους μειοψηφούντες τις μειοψηφούσες τα μειοψηφούντα
     κλητική μειοψηφούντες μειοψηφούσες μειοψηφούντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -οῦσα, -οῦν από συναίρεση -έων, -έουσα, -έον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντενεργών η αντενεργούσα το αντενεργούν
      γενική του αντενεργούντος της αντενεργούσας
αντενεργούσης*
του αντενεργούντος
    αιτιατική τον αντενεργούντα την αντενεργούσα το αντενεργούν
     κλητική αντενεργών αντενεργούσα αντενεργούν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντενεργούντες οι αντενεργούσες τα αντενεργούντα
      γενική των αντενεργούντων των αντενεργουσών των αντενεργούντων
    αιτιατική τους αντενεργούντες τις αντενεργούσες τα αντενεργούντα
     κλητική αντενεργούντες αντενεργούσες αντενεργούντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -οῦσα, -οῦν από συναίρεση -έων, -έουσα, -έον
* παλιότερος λόγιος τύπος
κορυφή σελίδας - top of page

τρέχων τρέχοντας εικάζων[επεξεργασία]

για τους συντάκτες: {{el-κλίση-'τρέχων'}}
※ αρχαία ελληνικά
#όπως «λύων»

Ομάδα μετοχών:τρέχων-τρέχοντας-εικάζων • 132 λέξεις αυτή τη στιγμή. 

-ων, -ουσα, -ον Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα σε -ων, γενική: -οντος από τα αρχαία ελληνικά
-οντας, -ουσα, -ον και με νεότερο τύπο αρσενικού
Για το θέμα σε -ντ έχουμε: ντ + σ + α > ουσα, (ἡ τρέχοντ-σ-α > τρέχουσα)
Μετοχές:τρέχων • 56 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
Μετοχές:τρέχοντας (νεότερο αρσενικό) • 11 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
Συνολικά, και οι δύο Κατηγορίες, 67 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
Σπάνιες αρχαιότροπες, που δε συνηθίζουν νεότερη κατάληξη στο αρσενικό
Μετοχές:εικάζων • 0 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρέχων
τρέχοντας
η τρέχουσα το τρέχον
      γενική του τρέχοντος
τρέχοντα
της τρέχουσας
τρεχούσης*
του τρέχοντος
    αιτιατική τον τρέχοντα την τρέχουσα το τρέχον
     κλητική τρέχων
τρέχοντα
τρέχουσα τρέχον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρέχοντες οι τρέχουσες τα τρέχοντα
      γενική των τρεχόντων των τρεχουσών των τρεχόντων
    αιτιατική τους τρέχοντες τις τρέχουσες τα τρέχοντα
     κλητική τρέχοντες τρέχουσες τρέχοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εικάζων η εικάζουσα το εικάζον
      γενική του εικάζοντος της εικάζουσας
εικαζούσης*
του εικάζοντος
    αιτιατική τον εικάζοντα την εικάζουσα το εικάζον
     κλητική εικάζων εικάζουσα εικάζον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εικάζοντες οι εικάζουσες τα εικάζοντα
      γενική των εικαζόντων των εικαζουσών των εικαζόντων
    αιτιατική τους εικάζοντες τις εικάζουσες τα εικάζοντα
     κλητική εικάζοντες εικάζουσες εικάζοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
* παλιότερος λόγιος τύπος
κορυφή σελίδας - top of page

ων ονας[επεξεργασία]

※ αρχαία ελληνικά
#όπως «βελτίων»

Ομάδα:-ων/-ονας 79 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
Τονίζονται στην παραλήγουσα, και

κορυφή σελίδας - top of page
μετριόφρων μετριόφρονας αιδήμων[επεξεργασία]
Κατηγορία:μετριόφρων 45 λέξειςΚατηγορία:μετριόφρονας 20 λέξεις  Κατηγορία:αιδήμων 7 λέξεις αυτή τη στιγμή.  
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετριόφρων
μετριόφρονας
η μετριόφρων το μετριόφρον
      γενική του μετριόφρονος
μετριόφρονα
της μετριόφρονος του μετριόφρονος
    αιτιατική τον μετριόφρονα τη μετριόφρονα το μετριόφρον
     κλητική μετριόφρων
μετριόφρονα
μετριόφρων μετριόφρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετριόφρονες οι μετριόφρονες τα μετριόφρονα
      γενική των μετριοφρόνων των μετριοφρόνων των μετριοφρόνων
    αιτιατική τους μετριόφρονες τις μετριόφρονες τα μετριόφρονα
     κλητική μετριόφρονες μετριόφρονες μετριόφρονα
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αιδήμων η αιδήμων το αιδήμον
      γενική του αιδήμονος της αιδήμονος του αιδήμονος
    αιτιατική τον αιδήμονα την αιδήμονα το αιδήμον
     κλητική αιδήμων αιδήμων αιδήμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αιδήμονες οι αιδήμονες τα αιδήμονα
      γενική των αιδημόνων των αιδημόνων των αιδημόνων
    αιτιατική τους αιδήμονες τις αιδήμονες τα αιδήμονα
     κλητική αιδήμονες αιδήμονες αιδήμονα

κορυφή σελίδας - top of page
μείζων μείζονας[επεξεργασία]
Κατηγορία:μείζων 1 λέξεις αυτή τη στιγμή.  Κατηγορία:μείζονας 1 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μείζων
μείζονας
η μείζων
μείζονα
το μείζον
      γενική του μείζονος
μείζονα
της μείζονος
μείζονας
του μείζονος
    αιτιατική τον μείζονα τη μείζονα το μείζον
     κλητική μείζων
μείζονα
μείζων
μείζονα
μείζον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μείζονες οι μείζονες τα μείζονα
      γενική των μειζόνων των μειζόνων των μειζόνων
    αιτιατική τους μείζονες τις μείζονες τα μείζονα
     κλητική μείζονες μείζονες μείζονα
Οι δεύτεροι τύποι, νεότερες μορφές.

Όπως το #μετριόφρων, αλλά και με νεότερο τύπο στο θηλυκό:

η μείζονα

κορυφή σελίδας - top of page
ευγνώμων ευγνώμονας[επεξεργασία]
  • Κλίνονται όπως το #μετριόφρων. Στην αρχαία κλίση (εὐγνώμων) το ουδέτερο αναβίβαζε τον τόνο
    «τὸ εὔγνωμον»

ελάσσων ελάσσονας[επεξεργασία]
Κατηγορία:ελάσσων 2 λέξεις αυτή τη στιγμή.  Κατηγορία:ελάσσονας 1 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελάσσων
ελάσσονας
η ελάσσων
ελάσσονα
το έλασσον
      γενική του ελάσσονος
ελάσσονα
της ελάσσονος
ελάσσονας
του ελάσσονος
    αιτιατική τον ελάσσονα την ελάσσονα το έλασσον
     κλητική ελάσσων
ελάσσονα
ελάσσων
ελάσσονα
έλασσον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελάσσονες οι ελάσσονες τα ελάσσονα
      γενική των ελασσόνων των ελασσόνων των ελασσόνων
    αιτιατική τους ελάσσονες τις ελάσσονες τα ελάσσονα
     κλητική ελάσσονες ελάσσονες ελάσσονα
Οι δεύτεροι τύποι, νεότερες μορφές.

Όπως το #μείζων, με νεότερο τύπο στο θηλυκό:

η ελάσσοονα σκάλα στη μουσική

αλλά με το ουδέτερο, όπως στα αρχαία με αναβιβασμό τόνου

το έλασσον αρπέζ (αλλά και από μερικούς ομιλητές: το ελάσσον)


κορυφή σελίδας - top of page
ατέρμονας ατέρμων[επεξεργασία]
Κατηγορία:ατέρμων 1 λέξεις αυτή τη στιγμή.  Κατηγορία:ατέρμονας 1 λέξεις αυτή τη στιγμή. 
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατέρμονας
ατέρμων
η ατέρμονη
ατέρμων
το ατέρμονο
άτερμον
      γενική του ατέρμονα
ατέρμονος
της ατέρμονης
ατέρμονος
του ατέρμονου
ατέρμονος
    αιτιατική τον ατέρμονα την ατέρμονη
ατέρμονα
το ατέρμονο
άτερμον
     κλητική ατέρμονα
ατέρμων
ατέρμονη
ατέρμων
ατέρμονο
άτερμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατέρμονες οι ατέρμονες τα ατέρμονα
      γενική των ατέρμονων
ατερμόνων
των ατέρμονων
ατερμόνων
των ατέρμονων
ατερμόνων
    αιτιατική τους ατέρμονες τις ατέρμονες τα ατέρμονα
     κλητική ατέρμονες ατέρμονες ατέρμονα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότερες μορφές.

Νεότεροι τύποι -ονας, -ονη, -ονο
Οι παλιοί λόγιοι τύποι από την αρχαία κλίση (όπως ἀτέρμων)
Tο ουδέτερο, με αναβιβασμό τόνου.

κορυφή σελίδας - top of page

Ανώμαλα[επεξεργασία]

Άκλιτα

Διπλόμορφα
Πού έχουν δύο κλίσεις, όπως


Ειδικές περιπώσεις
Όσα έχουν επιπλέον τύπους από την αρχαία κλίση, κατηγοριοποιύνται ξεχωριστά. Το θηλυκό παρουσιάζει πολυτυπία, συχνά σε αρχαίες μετοχές

  • ή με διαφορετική κατάληξη, όπως
    βέβαιος - βέβαιη, βεβαία - βέβαιο
  • ή με μετακίνηση τόνου, όπως
    ύψιστος - ύψιστη, υψίστη - ύψιστο
    αιώνιος - αιώνια, αιωνία - αιώνιο

Μεμονωμένες περιπτώσεις

  • ένθεος θηλυκό ένθεη, σπάνια και ένθεα


→ δείτε και  Σημειώσεις για τα επίθετα και τις μετοχές

κορυφή σελίδας - top of page

Πηγές[επεξεργασία]

Ειδικότερα:

Για τις κλίσεις, επίσης


κορυφή σελίδας - top of page


κορυφή σελίδας - top of page