μπλε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Μπλε.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπλε < (άμεσο δάνειο) γαλλική bleu

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπλε ουδέτερο άκλιτο

  • (χρώμα) ένα από τα τρία βασικά χρώματα που συνθέτουν το λευκό· αντιστοιχεί σε μήκος κύματος 440-490 nm
    μπλε (χρώμα):   

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • κάνω κάποιον μπλε μαρέν: δέρνω κάποιον πάρα πολύ, τον σαπίζω στο ξύλο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]

μπλε άκλιτο

  • που έχει αυτό το χρώμα

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]