μπλε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπλε < (άμεσο δάνειο) γαλλική bleu
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπλε ουδέτερο άκλιτο
- (χρώμα) ένα από τα τρία βασικά χρώματα που συνθέτουν το λευκό· αντιστοιχεί σε μήκος κύματος 440-490 nm
μπλε (χρώμα):
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- κάνω κάποιον μπλε μαρέν: δέρνω κάποιον πάρα πολύ, τον σαπίζω στο ξύλο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]μπλε άκλιτο
- που έχει αυτό το χρώμα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπλε
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Χρώματα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)