ων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ων & όντας |
η | ούσα | το | ον |
γενική | του | όντος & όντα |
της | ούσας & ούσης* |
του | όντος |
αιτιατική | τον | όντα | την | ούσα | το | ον |
κλητική | ων & όντα |
ούσα | ον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | όντες | οι | ούσες | τα | όντα |
γενική | των | όντων | των | ουσών | των | όντων |
αιτιατική | τους | όντες | τις | ούσες | τα | όντα |
κλητική | όντες | ούσες | όντα | |||
Η αρχαία μετοχή ὤν, οὖσα, ὄν. Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'παρών', Κατηγορία όπως «παρών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὤν, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος εἰμί
Μετοχή[επεξεργασία]
- (αρχαιοπρεπές) που είμαι, όντας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ων
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'παρών' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'παρών' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)