εἰμί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ειμί, εἶμι
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  εἰμί 
Παρατατικός  ἦν 
Μέλλοντας  ἔσομαι 
Αόριστος  ἐγενόμην 
Παρακείμενος  γέγονα & γεγένημαι 
Υπερσυντέλικος  ἐγεγόνειν & ἐγεγενήμην 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εἰμί < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *ehmi < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁ésmi (εἰμί)

εἰμί

  1. είμαι
    Σωκράτης ἐστὶ σοφός
  2. υπάρχω
    ἔστι Θεός
  3. ἐστί(ν) (γ΄ ενικό' πρόσωπο): είναι δυνατό + απαρέμφατο
    τοιάδε ἐστὶν ἀκοῦσαι

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • ἔστιν ὅς / ὅστις: κάποιος
  • οὐκ ἔστιν ὅς / ὅστις: κανένας
  • οὐκ ἔστιν ὅς / ὅστις οὐ: καθένας
  • οὐκ ἔστιν ὅτῳ: σε κανένα
  • εἰσὶν οἵ: μερικοί
  • ἔστιν ἅ: μερικά
  • ἔστιν ἐν οἶς: σε μερικά
  • ἔστιν ἔνθα: κάπου
  • ἔστιν ὅπως: κάπως
  • οὐκ ἔστιν ὅπως: με κανένα τρόπο, καθόλου
  • οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ: με κάθε τρόπο, οπωσδήποτε
  • ἔστιν ὅτε: κάποτε
  • διά φόβου εἰμί: φοβάμαι
  • εἰμὶ ἀπ' οἴκου: είμαι μακριά από την πατρίδα
  • εἰμὶ περί τι: ασχολούμαι με κάτι
  • εἰμὶ ὑπό τινι/τινα: είμαι κάτω από την εξουσία κάποιου
  • ἐν ἐμοί ἐστι εξαρτάται από μένα
  • ἐν χαρᾷ εἰμί: χαίρομαι
  • ἔστι τινός τι: αρμόζει σε κάποιον κάτι

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
προσωπικές εγκλίσεις
πρόσωπο ενικός πληθυντικός
πρώτο δεύτερο τρίτο πρώτο δεύτερο τρίτο
οριστική ἐγώ σύ οὖτος ἡμεῖς ὑμεῖς οὗτοι
ενεστώτας εἰμί εἶ ἐστί ἐσμέν ἐστέ εἰσί(ν)
παρατατικός ἦν / ἦ ἦσθα ἦν ἦμεν ἦτε ἦσαν
μέλλοντας ἔσομαι ἔσει / ἔσῃ ἔσται ἐσόμεθα ἔσεσθε ἔσονται
αόριστος β' ἐγενόμην ἐγένου ἐγένετο ἐγενόμεθα ἐγένεσθε ἐγένοντο
παρακείμενος γέγονα γέγονας γέγονε γεγόναμεν γεγόνατε γεγόνασι(ν)
υπερσυντέλικος ἐγεγόνειν ἐγεγόνεις ἐγεγόνει ἐγεγόνεμεν ἐγεγόνετε ἐγεγόνεσαν
υποτακτική ἐγώ σύ οὖτος ἡμεῖς ὑμεῖς οὗτοι
ενεστώτας ᾖς ὦμεν ἦτε ὦσι(ν)
παρατατικός
-
-
-
-
-
-
μέλλοντας
-
-
-
-
-
-
αόριστος β' γένωμαι γένῃ γένηται γενώμεθα γένησθε γένωνται
παρακείμενος
(περιφραστικά)
γεγονώς ὦ γεγονώς ᾖς γεγονώς ᾖ γεγονότες ὦμεν γεγονότες ἦτε γεγονότες ὦσι(ν)
υπερσυντέλικος
-
-
-
-
-
-
ευκτική ἐγώ σύ οὖτος ἡμεῖς ὑμεῖς οὗτοι
ενεστώτας εἴην εἴης εἴη εἴημεν / εἶμεν εἴητε / εἶτε εἴησαν / εἶεν
παρατατικός
-
-
-
-
-
-
μέλλοντας ἐσοίμην ἔσοιο ἔσοιτο ἐσοίμεθα ἔσοισθε ἔσοιντο
αόριστος β' γενοίμην γένοιο γένοιτο γενοίμεθα γένοισθε γένοιντο
παρακείμενος
(περιφραστικά)
γενονώς εἴην γενονώς εἴης γενονώς εἴη γενονότες εἴημεν / εἶμεν γενονότες εἴητε / εἶτε γενονότες εἴησαν / εἶεν
υπερσυντέλικος
-
-
-
-
-
-
προστακτική - σύ οὖτος - ὑμεῖς οὗτοι
ενεστώτας
-
ἴσθι ἔστω
-
ἔστε ἕστων / ὄντων / ἔστωσαν
παρατατικός
-
-
-
-
-
-
μέλλοντας
-
-
-
-
-
-
αόριστος β'
-
γενοῦ γενέσθω
-
γένεσθε γενέσθων / γενέσθωσαν
παρακείμενος
-
γεγονώς ἴσθι γεγονώς ἔστω
-
γεγονότες ἔστε γεγονότες ἔστων
υπερσυντέλικος
-
-
-
-
-
-
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο ενεστώτας παρατατικός μέλλοντας αόριστος β' παρακείμενος υπερσυντέλικος
εἶναι
-
ἔσεσθαι
γενέσθαι
γεγονέναι
-
μετοχή ενεστώτας παρατατικός μέλλοντας αόριστος β' παρακείμενος υπερσυντέλικος
αρσενικό
ὤν
-
ἐσόμενος
γενόμενος
γεγονώς
-
θηλυκό
οὖσα
-
ἐσομένη
γενομένη
γεγονυῖα
-
ουδέτερο
ὄν
-
ἐσόμενον
γενόμενον
γεγονός
-