ασχολούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀσχολοῦμαι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασχολούμαι < αρχαία ελληνική ἀσχολοῦμαι, συνηρημένος τύπος του ἀσχολέομαι < ἀ- στερητικό + σχολή

Ρήμα[επεξεργασία]

ασχολούμαι, π.αόρ.: ασχολήθηκα (αποθετικό)

  1. καταγίνομαι σε κάτι
  2. επαγγέλλομαι
    αυτήν την περίοδο, ασχολούμαι με επιχειρήσεις

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • ἕπω (αρχαία ελληνικά: ασχολούμαι)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]