σχολή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σχολή | οι | σχολές |
γενική | της | σχολής | των | σχολών |
αιτιατική | τη | σχολή | τις | σχολές |
κλητική | σχολή | σχολές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σχολή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σχολή στη σημασία «εκπαιδευτικός χώρος»[1] (αρχαία σημασία: απραξία, για το οποίο δείτε και σχόλη)
- για την υποδιαίρεση πανεπιστημιακού μαθήματος < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική faculté, école ή τη γερμανική Fakultät
- για το σύστημα, τεχνοτροπία < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική > λατινική schola < αρχαία ελληνική σχολή
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /sxoˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σχο‐λή
- τονικό παρώνυμο: σχόλη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σχολή θηλυκό
- (εκπαίδευση) εκπαιδευτικός οργανισμός που παρέχει σπουδές
- που παρέχει εξωσχολικές σπουδές
- ↪ σχολή χορού, δραματική σχολή
- το σύνολο των καθηγητών ή των μαθητών αυτού του οργανισμού
- το κτίριο αυτού του οργανισμού
- υποδιαίρεση πανεπιστημιακού μαθήματος επιστημονικού κλάδου
- ↪ Η σχολή μας έχει πέντε τμήματα. Πρέπει να δηλώσω στη Γραμματεία του πανεπιστημίου ποιο θα επιλέξω.
- που παρέχει εξωσχολικές σπουδές
- σύστημα φιλοσοφικό, πνευματικό ή καλλιτεχνική τεχνοτροπία
- (συνεκδοχικά) το σύνολο των οπαδών ή των μαθητών αυτού του συστήματος
Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
σχολ-
σχολ-
σχολή |
|
- Όροι με σχολ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σχολή
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σχολή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
[επεξεργασία]- σχολή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σχολή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σχολή | αἱ | σχολαί |
γενική | τῆς | σχολῆς | τῶν | σχολῶν |
δοτική | τῇ | σχολῇ | ταῖς | σχολαῖς |
αιτιατική | τὴν | σχολήν | τὰς | σχολᾱ́ς |
κλητική ὦ! | σχολή | σχολαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σχολᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σχολαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σχολή < θέμα σχ- όπως στον αόριστο σχεῖν < σχέ-ειν του έχω με δυσερμήνευτα το θέμα σχο- και το επίθημα -λή.[1] Πιθανόν με θεματικό φωνήεν -ο- + -λ- + -ή όπως βολή, στολή, γονή.[2]
- Μάλλον δε συνδέεται με το ἀσχαλάω (διστάζω, δυσανασχετώ).
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: σχολή
- πιθανόν ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: σχόλη (με μετακίνηση τόνου) ⇒ νέα ελληνικά: σχόλη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σχολή, -ῆς θηλυκό
- (αρχική σημασία) απραξία, αργία, ανάπαυση, ελεύθερος χρόνος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 134.2
- ἵνα τρίβωνται πολέμῳ μηδὲ σχολὴν ἄγοντες ἐπιβουλεύωσί τοι
- και για να έχουν ν᾽ ασχολούνται με τον πόλεμο κι όχι να κάθονται αργοί και να συνωμοτούν εναντίον σου
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- (+ γενική) παύση δραστηριότητας
- απραξία, οκνηρία, τεμπελιά
- ο χρόνος της ανάπαυσης που χρησιμοποιείται με τρόπο πνευματικά ωφέλιμο
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἀνδρομάχη, στίχ. 551 (550-552)
- Ἡγοῦ σὺ θᾶσσον, οὐ γὰρ ὡς ἔοικέ μοι / σχολῆς τόδ' ἔργον, ἀλλ' ἀνηβητηρίαν / ῥώμην με καὶ νῦν λαμβάνειν, εἴπερ ποτέ.
- Οδήγα με πιο γρήγορα. Το ζήτημα δεν παίρνει αργοπορίες. Όσο καμιά άλλη φορά, θα ᾽θελα να ᾽χα του παλικαριού τη δύναμη.
- Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 134.2
- (μελέτη)
- μελέτη, διδασκαλία, φιλοσοφική συζήτηση
- ομάδα μελέτης ή χώρος διδασκαλίας, σχολείο, σχολή
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Πολιτικά, 1313b @perseus.tufts.edu, Ed.Ross, Oxford: Clarendon Press. 1957. (5.9.29-30) Aristotelis Opera omnia, vol.1, Parisiis: Didot, 1862
- καὶ μήτε σχολὰς μήτε ἄλλους συλλόγους ἐπιτρέπειν γίγνεσθαι σχολαστικούς
Παράγωγα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
σχολ-
σχολ-
- ἀπασχολέω
- ἀπασχολητέον
- ἀπασχολία
- ἀποσχολάζω
- ἀπόσχολος
- ἀσχολέω
- ἀσχοληματικός
- ἀσχολία
- ἄσχολος
- αὐτόσχολος
- διασχολέω
- ἐναπασχολέω
- ἐνασχολέομαι
- ἐνευσχολέω
- ἐνσχολάζω
- εὐσχολέω
- εὐσχολία
- εὔσχολος
- κακοσχολεύομαι
- κακοσχολέω
- κακοσχολία
- κακόσχολος
- κατασχολάζω
- κατασχολέομαι
- ὁμόσχολος
- περιασχολέω
- πολυάσχολος
- προσασχολέομαι
- προσευσχολέω
- προσχολάζω
- προσχόλιον
- πρόσχολος
- συνασχολέομαι
- συσχολαστής
- συσχολάζω
- σχολά
- σχολαῖος
- σχολαιότης
- σχολάριος
- σχολαρχέω
- σχολάρχης
- σχολαρχικός
- σχολαστήριον
- σχολαστής
- σχολαστικός
- 'σχολάζω
- σχολεαῖον
- σχολεῖον
- σχολερός
- σχολιαστής
- σχολιάζω
- σχολικός
- σχολιογράφος
- σχόλιον
- σχολύδριον
- ὑπασχολέομαι
- ὑπόσχολος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ σχολή σελ. 1438-1439 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
[επεξεργασία]- σχολή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σχολή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Εκπαίδευση (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ψυχή' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ηρόδοτο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ευριπίδη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Πλάτωνα (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες μεταφράσεις (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοτέλη (αρχαία ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)