πάρειμι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
πάρειμι
- είμαι κοντά, δίπλα, συντροφεύω
- είμαι παρών, παρευρίσκομαι
Κλίση[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
πάρειμι
- προσπερνώ, περνάω από δίπλα
- (για στόλο) παραπλέω
- (+ αιτιατική του τόπου) διέρχομαι μέσα από
- ξεπερνώ
- εισέρχομαι μπαίνω
Κλίση[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- πάρειμι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πάρειμι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.