ἔνειμι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἔνειμι < ἔν- + εἰμί

Ρήμα[επεξεργασία]

ἔνειμι

  1. βρίσκομαι, υπάρχω (ανάμεσα)
  2. (απρόσωπο) ἔνεστι: είναι δυνατόν

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]