βρίσκομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βρίσκομαι: παθητική φωνή του ρήματος βρίσκω
Ρήμα
[επεξεργασία]βρίσκομαι
- είμαι σε έναν συγκεκριμένο τόπο
- εντοπίζομαι, γίνομαι αντιληπτός σε μια τοποθεσία ή κατάσταση
- συναντιέμαι με κάποιον
- πότε θα βρεθούμε;
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη βρίσκω