απρόσωπο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈpɾo.so.po/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πρό‐σω‐πο

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

απρόσωπο

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του απρόσωπος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του απρόσωπος
    για τον όρο της γραμματικής → δείτε τη λέξη απρόσωπος