δίκαια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δίκαια < δίκαιος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

δίκαια

  1. με δίκαιο τρόπο
    κρίνω δίκαια
  2. έχοντας δίκιο, με το δίκιο μου
    είναι δίκαια αγανακτισμένος
     συνώνυμα: δικαίως

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

δίκαια

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του δίκαιος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

δίκαια ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δίκαιο