κλέψας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κλέψας | η | κλέψασα | το | κλέψαν |
γενική | του | κλέψαντος | της | κλέψασας & κλεψάσης* |
του | κλέψαντος |
αιτιατική | τον | κλέψαντα | την | κλέψασα | το | κλέψαν |
κλητική | κλέψας | κλέψασα | κλέψαν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κλέψαντες | οι | κλέψασες | τα | κλέψαντα |
γενική | των | κλεψάντων | των | κλεψασών | των | κλεψάντων |
αιτιατική | τους | κλέψαντες | τις | κλέψασες | τα | κλέψαντα |
κλητική | κλέψαντες | κλέψασες | κλέψαντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ας, -ασα, -αν * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'λήξας', Κατηγορία όπως «κλέψας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλέψας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κλέψας, μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος κλέπτω
Μετοχή[επεξεργασία]
κλέψας, -ασα, -αν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κλέψας
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
κλέψας, -ασα, -αν
- μετοχή ενεργητικού αορίστου (ἔκλεψα) του ρήματος κλέπτω
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'λήξας' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'κλέψας' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού αορίστου (νέα ελληνικά)
- Μετοχές με κλίση όπως το 'λύσας' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'κλέψας' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού αορίστου (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)