ραδιενεργή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɾa.ði.e.neɾˈʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρα‐δι‐ε‐νερ‐γή
- ομόηχο: ραδιενεργοί
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ραδιενεργή θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ραδιενεργός