καλών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kaˈlon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λών
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | καλών | η | καλούσα | το | καλούν |
γενική | του | καλούντος & καλούντα1 |
της | καλούσας & καλούσης* |
του | καλούντος |
αιτιατική | τον | καλούντα | την | καλούσα | το | καλούν |
κλητική | καλών | καλούσα | καλούν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | καλούντες | οι | καλούσες | τα | καλούντα |
γενική | των | καλούντων | των | καλουσών | των | καλούντων |
αιτιατική | τους | καλούντες | τις | καλούσες | τα | καλούντα |
κλητική | καλούντες | καλούσες | καλούντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -οῦσα, -οῦν από συναίρεση -έων, -έουσα, -έον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'μειοψηφών', Κατηγορία όπως «αντενεργών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
- καλών < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καλῶν (συνηρημένος τύπος του καλέων) μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος καλῶ, συνηρημένου τύπου του καλέω
Μετοχή
[επεξεργασία]καλών, -ούσα, -ούν
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]αρχαίοι συνηρημένοι τύποι:
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- καλών: κλιτικοί τύποι
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]καλών
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]καλών ουδέτερο
- γενική πληθυντικού του καλό
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'μειοψηφών' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αντενεργών' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)