κουτσοδόντα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουτσοδόντα < κουτσοδόντ(ης) + κατάληξη θηλυκού

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ku.t͡soˈðon.da/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐τσο‐δό‐ντα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουτσοδόντα οι κουτσοδόντες
      γενική της κουτσοδόντας
    αιτιατική την κουτσοδόντα τις κουτσοδόντες
     κλητική κουτσοδόντα κουτσοδόντες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

κουτσοδόντα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κουτσοδόντης

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

κουτσοδόντα