τα σκαλίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τα σκαλίζω < σκαλίζω
Έκφραση[επεξεργασία]
τα σκαλίζω
- (συνήθως αρνητικά ή ερωτηματικά) κάνω έρευνα για κάποιο θέμα που θεωρείται ότι έχει λήξει
αν δεν τα σκάλιζες θα ήμασταν ακόμα μια χαρά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τα σκαλίζω
|