τα φέρνω γύρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τα φέρνω γύρα < → λείπει η ετυμολογία
Έκφραση[επεξεργασία]
τα φέρνω γύρα
- τα καταφέρνω, τα βολεύω, τα κουμαντάρω
- με τα οικονομικά
- με κάποια κατάσταση
- υπεκφεύγω, αποφεύγω να εκφραστώ ευθέως, τα γυροφέρνω
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- η έννοια του υπεκφεύγω σχεδόν ποτέ δεν χρησιμοποιείται σε πρώτο πρόσωπο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τα φέρνω γύρα
|