τενούτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τενούτο < ιταλική tenuto

Επίρρημα[επεξεργασία]

τενούτο

  • (μουσική) τρόπος παιξίματος όπου κάθε φθόγγος διατηρείται με την ίδια ένταση καθ' όλη τη διάρκειά του

Μεταφράσεις[επεξεργασία]