τερψιλαρύγγιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τερψιλαρύγγιον < ουδέτερο του τερψιλαρύγγιος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τερψιλαρύγγιον ουδέτερο
- (γλυκό) (λόγιο) άλλη μορφή του τερψιλαρύγγιο