τερψιλαρύγγιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
τερψιλαρύγγιος, -α, -ο
- (λόγιο) που έχει ωραία γεύση
- ※ Η ζεστή νύχτα, ο τερψιλαρύγγιος οίνος και οι μουσικές νότες που ταξίδευαν στην έναστρη νύχτα βοηθούσαν την αβίαστη συζήτηση (Διαβάζω, τεύχη 469-470, 2006, σελ. 96)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- τερψιλαρύγγιο
- → δείτε τις λέξεις τέρπω και λάρυγγας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τερψιλαρύγγιος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)