τεσσαρακοστίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τεσσαρακοστίζω < τεσσαρακοστή + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

τεσσαρακοστίζω

  1. ακολουθώ τη νηστεία της τεσσαρακοστής
  2. νηστεύω, τρώω μόνο σαρακοστιανά

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]