τεσσαρακοστίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τεσσαρακοστίζω < τεσσαρακοστή + -ίζω
Ρήμα[επεξεργασία]
τεσσαρακοστίζω
- ακολουθώ τη νηστεία της τεσσαρακοστής
- νηστεύω, τρώω μόνο σαρακοστιανά
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τεσσαρακοστίζω
|